Εσπια ή Εσπιγιέ της Τρίπολης του Πόντου

By on 05/04/2023
Ζεφύριον , Ζεφρέ , Εσπιέ , Εσπτιγίε, Esbüyeli Espiye
Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ‘’ ΤΑΜΑΜΑ ΤΗΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Εσπια (Εσπιγιέ ), ήταν μικτός οικισμός της ή της περιφέρειας της Τρίπολης (Τιρεμπολού, ) του Πόντου Σήμερα το Espiye είναι μια πόλη και περιοχή της επαρχίας της Κερασούντας (Giresun ) στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας της Μικράς Ασίας
Έγινε γνωστό από την Ιστορία της Ταμάμα για την όποια προαναγγείλαμε στην προηγούμενη δημοσίευση ότι, θα δώσουμε μια περίληψη του βιβλίου που έγραψε ο αείμνηστος Γεώργιος Ανδρεάδης από την Καλαμαριά.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από μια νεαρή κοπέλα ονόματι Tαμάμα που χάθηκε κατά τον εκτοπισμό των Ελλήνων του χωρίου της το 1916 στην Σεβάστεια .
Οι γονείς της ,ο αδερφός της και άλλοι συγγενείς έχασαν την ζωη τους κατα την διάρκεια της αναγκαστικής πορείας και της πρώτες ημέρες της εξορίας ,οι αδερφές της με την ανταλλαγή του 1923 ήρθαν στην .Ελλάδα
Οι Έλληνες που παρέμειναν μετ την ανταλλαγή στην Μικρά Ασία και μάλιστα οι μικρότερες ηλικίες που υιοθετήθηκαν από Τούρκικες οικογένειες ,εξισλαμιστήκαν ,ξεχάσαν την γλωσσά τους , αγνοώντας σε πολλές περιπτώσεις την πραγματική τους ταυτότητα . Σε αυτή την περίπτωση ανήκει και Ταμάμα της οποίας την αληθινή ιστορία κατέγραψε ο Γεώργιος Ανδρεάδης
Ήταν το 1917 που η Tαμάμα βρήκε καταφύγιο σε ένα τουρκικό σπίτι, αλλά σε μεγάλη ηλικία, άρχισε να μιλά τη μητρική της γλώσσα και λαχταρούσε να επιστρέψει στις προγονικές της ρίζες.
Σε μια από τις πολλές επισκέψεις στην γη των προγόνων του ο Ανδρεάδης πληροφορήθηκε την ιστορία της ,την συνάντησε και την κατέγραψε στο βιβλίο του και με το τρόπο αυτό η αληθινή της ιστορία απόδειξε ότι η ταυτότητα ενός ανθρώπου δεν χάνεται ακόμη και μέχρι θανάτου
Η δημοσίευση αποτελείται από 2 μέρη το πρώτα αφορά τον οικισμό του Εσκιγίε όπου δίνουμε όλες τις πληροφορίες που συλλέξαμε και το δεύτερο αφορά την ιστορία της Ταμάμα
1ο ΜΕΡΟΣ
Η ΕΣΠΙΑ Ή ΕΣΤΙΓΙΕ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
ΠΟΥ ΒΡΙΚΕΤΑΙ
Το Espiye, που βρίσκεται στην ευρεία πεδιάδα μεταξύ του ρέματος Yaglidere και του ρέματος Gelevera, έχει εκτιμώμενη έκταση 230 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η περιοχή συνορεύει με το Τρίπολη Tirebolu και το Güce στα ανατολικά, με το Keşap και το Yaglidere στα δυτικά, τις περιοχές Alucra και Νεοκαισαρεια Şebinkarahisar στα νότια και τη Μαύρη Θάλασσα στα βόρεια Η απόσταση μεταξύ Κερασούντος ( Giresun0 και Εσπιγιε (Espiye ) είναι 32 χιλιόμετρα
Απόσταση από την Τρίπολη 15 χλμ, την Τραπεζούντα , την 20 ΧΛΜ Κασιωπη ,την Σεβάστεια 353 χλμ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Από ότι φαίνεται στην αρχαιότητα ο οικισμός βρισκόταν στην θέση που σήμερα υπάρχει ο οικισμός Gulburnu Espiye σε απόσταση 5 χλμ από το κέντρο της σημερινής πόλης του Εσπιγίε δυτικά όπου υπήρχε και το αρχαίο λιμάνι του Ζέφυρου ,την ίδια ονομασία έφερε και το ακρωτήριο
– Ζεφύριον
Το όνομα καταγράφεται το 130 μ.Χ, επί Ρωμαίων & 1355 μ.Χ επί Βυζαντινών
. Ετυμολογείται από το ζόφος που σημαίνει σκοτάδι, πιθανότατα γιατί προέρχεται απο την δύση από όπου δύει ο ήλιος και πέφτει το σκοτάδι. Οι λέξεις ζόφος και ζέφυρος συναντιόνται στην Ελληνική γλώσσα ακόμη από την εποχή του Ομήρου .
Ο ζέφυρος είναι Δυτικός άνεμος και προφανώς πήρε το όνομα από το γεγονός ότι το λιμάνι ήταν απάνεμο
–“Zephyros = Ζεφύριον
Το λιμάνι Ζεφύριον στην διεθνή χαρτογραφία το συναντούμε με πολλές ονομασίες στην Λατινική γραφή , που ουσιαστικά είναι παραφθορές της αρχικής αρχαίας Ελληνικής ονομασίας όπως :
Ζεφύριον”, “Zefalo”, “Zeffanol”, “Zeffallo”, “Zeffara”, “Zefano”, “Cefalo”,“Zephyros ,Zefre αλλα καi στην ονομασία Çam Point.
– Ζεφρέ
To Zefre καταγράφεται στα Τουρκικά αρχεία και το 1819 μ.Χ. αλλά και το 1957 μ.Χ.
–Esbiyelil
Μετά την εισβολή το Τούρκων το 1515 μ.Χ. στα ίδια αρχεία καταγράφεται για πρώτη φορά η ονομασία Esbiyelil η θέση που σήμερα που βρίσκεται η πόλι
– Εσπιγίε- Espiye
Η ονομασία αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων και γίνεται Εσπιγιε (Espiye ) την στιγμή που εξακολουθεί να υπάρχει το Ζεφύριο με αλλαγή ονόματος σε Ζεφρέ (1918 ) από ότι φαίνεται
υποβαθμισμένο
Το “Espiye” και η παλαιότερη ορθογραφία του, “Esbüyeli”, κατα την Τουρκική άποψη θεωρείται ένα από τα τουρκικά ονόματα για την περιοχή. Το Espiye θεωρείται ότι σχηματίζεται από δύο μέρη: “Esb”, μια περσική λέξη που σημαίνει “άλογο” και το τουρκικό επίθημα “-yeli” και “-yelü” που σημαίνει “από” ή “από”, ή πιθανώς το επίθημα “yalı” , μια λέξη ρίζα ή γενική που σημαίνει ” ακτή ” ή ” παραθαλάσσια περιοχή “. Έτσι, Esbüyeli σημαίνει «η χώρα των αλόγων» ή «στάβλοι» ή, εναλλακτικά, «οι στάβλοι στην άκρη του νερού».
Η ονομασία αυτί παραμένει μέχρι σήμερ
– Έσπια -Εσπιέ
Την ονομασία (Έσπια) δίνει στο βιβλίο του το 1922 Ο Α, Ν. Αναγνωστόπουλος <<Γεωγραφία της Ανατολής >> έκδοσή της Γεωγραφικής υπηρεσίας στρατού
Για την οποία λέει οτι έχει κλίμα ανθυγιεινό λόγο των καλλιεργειών ρυζιού που την περιβάλλουν
Την ονομασία Εσπιέ αναφέρει ο Ανδρεαδης στο βιβλίο του .
– Espiye Giresum
Αυτή ειναι η σημερινοί ονομασία του οικισμοί Έσπια του 1922 που είναι μια πάλη που πλησιάζει τις 30000 κάτοικους
– Gulburnu Espiye
Το Ζεφύριο σήμερα λέγεται- Gulburnu Espiye
Η λέξη Gul + burnu είναι σύνθετη και ερμηνεύεται Τριαντάφυλλο +ακρωτήριο
Οι κατοικεί σημεία είναι μονών 400 άτομά και αποτελεί συνοικισμό του Espiye
ΈΛΛΗΝΕΣ ΕΩΣ ΤΟ 1916
Στην αρχαιότητα, το όνομα Εσπιγιέ δεν ήταν γνωστό στους κατοίκους στους ιστορικούς της περιοχής του Πόντου..Ενώ η Τρίπολη και το Ζεφυρίο εμφανίζονται σε δημοσιεύσεις Ρωμαίων και Βυζαντινών ιστορικών.
Πόλη πιθανόν η πρώτη εγκατάσταση των κάτοικων να ήταν στο Ζεφύριον και οι κάτοικοι για κάποιο λόγο μετακινήθηκαν σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων ανατολικότερα .Μια και το λιμάνι υποβαθμίστηκε και λόγο της παύσης ενδιαφέροντος του Δρόμου του Μεταξιού μετα την Οθωμανική κατάκτηση. Της Κωνσταντινουπολης το 1453 μ.Χ.
Το χωριό Εσπια είχε δύο μαχαλάδες, όλο κι όλο. Από την μια ήταν οι χριστιανοί και από την άλλη οι μουσουλμάνοι.
Οι χωρικοί ζούσαν σε χωριστούς μαχαλάδες, χωρίς όμως να έχουν και προβλήματα μεταξύ τους. Αγαπούσαν οι συγχωριανοί και προστάτευαν ο ένας τον άλλο και αισθάνονταν το ίδιο συμπατριώτες. Ήσαν όλοι Εσπιελήδεs
Δεν βρήκαμε καταγεγραμμένο τον αριθμό των κάτοικων του Εστιγίε κάπου καταγεγραμμένο εκτιμούμε ότι οι Ελληνόρθοδοξοι κάτοικοι της Χριστιανικής συνοικίας ήταν τουλάχιστον διπλάσιοι από τους 480 που συνελήφθησαν τον Νοέμβριο του 1916 και στάλθηκαν σε εξορία (πολλού είχαν καταφυγή στην Ρωσία λόγω των γεγονότων που συνέβαιναν και κάποιού δωροδόκησαν τις αρχάς και απέφυγαν την εξορία ) ,
Έκτοτε κάνεις Έλληνας δεν επέστρεψε στο οικισμό .
ΙΣΤΟΡΙΑ
– Το λιμάνι Ζεφύριο
Το λιμάνι Ζεφύριο, που ήταν η πρώτη οικιστική εγκατάσταση στην περιοχή είναι αγνώστων από πότε υφίστατο.
Στις αρχαίες λογοτεχνικές πηγές, στα παράλια του Πόντου απο τα Κοτυωρα και μέχρι τα σύνορα με την Γεωργία για την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο ο Έλλην Ρωμαίος πολίτης συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός και στρατιωτικός, έπαρχος της Καππαδοκίας Αρριανός Φλάβιος εκ Νικομήδειας ( 95 μ.Χ – 175 μ.Χ ) στο βιβλίο του ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ αναφέρει την ύπαρξη 4 μικρών αλλά ενδιαφέροντων λιμάνιων , το Ζεφυρίον ή Zephyrion σήμερα Zefre στην Τουρκική παραλλαγή , το Κορδύλη ή Kordyle σήμερα Αkçakale, τα Πλάτανα ή Ερμόνασσα σήμερα Akçaabat, της Υσσου ή Hyssos σήμερα Arakli ,Αθήνα του Πόντου σήμερα Παζάρ, και Αψάρος΄ή Γονιό ή (Castella murata),
)αλλά και τα μεγάλα λιμάνια στρατηγικής σημασίας της Τραπεζούντας και της Φάσις
Η Τραπεζούντα και η Φάσις είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες σε σύγκριση με τα μικρότερα λιμάνια λόγω της στρατηγικής τους θέσης και της θέσης τους στην αρχή των αρχαίων δρόμων που έφταναν στις εσωτερικές περιοχές. Επίσης, αυτά τα λιμάνια ήταν ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή όσον αφορά τις εμπορικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφία της Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας στην οποία τα βουνά εκτείνονται παράλληλα με την ακτή και δεν υπάρχουν νησιά για να βρουν καταφύγιο
Για το Ζεφύριο ο Αρριανός ακόμη γράφει :Από εκεί [την Κερασούντα ] είναι 30 στάδια ( Το μήκος του σταδίου, υπολογίζεται ως ισούται με 186 περίπου μέτρα ) μέχρι το νησί Άρης (Νησί των Αμαζόνων ) και από εκεί υπάρχουν 120 στάδια (περίπου 22χλμ ) για το Ζεφύριον, και . 90 στάδια (περίπου 16 χλμ ) από το Ζεφύριον μέχρι την Τρίπολη…»
Αυτές οι πληροφορίες του Αρριανού μας δίνουν την ακριβή θέση του ακρωτηρίου Ζεφύριον και του λιμανιού του.
Στο Περίπλους του Ψευδο Σκυλαξ ου πιθανότατα γράφτηκε στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ αναφέρεται το Ζεφύριον Ο İsmail Hacıfettahoğlu, Istanbul 2013, σελ. 89), έγραψε ο Zefre στο βιβλίο του που δημοσιεύτηκε το 1877. το ορίζει ως εξής: «Είναι μια μικρή γειτονιά ανάμεσα στο Tirebolu και τη Giresun. Λόγω της ιδιοτροπίας του, έχει δοθεί εδώ το όνομα «Zefûr», Εξαιτίας αυτού, τώρα ονομάζεται Zefre».
Το λιμάνι Ζεφύριο έγινε ευρύτερα γνωστό στην ιστορία και πήρε την μεγάλη του άξια σαν ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια ,όταν καθιερώθηκε σαν διακομματικούς σταθμός του δρόμου του μεταξιού που υφίστατο εως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απο τους Οθωμανούς το 1453 μ.Χ.
Ο δρόμος του μεταξιού ήταν ένα αρχαίο δίκτυο εμπορικών δρόμων, επίσημα καθιερωμένο κατά την περίοδο της Δυναστείας των Χαν, το οποίο συνέδεε εμπορικά τις περιοχές του αρχαίου κόσμου από το 130 π.Χ. έως το 1453 π.Χ.. Καθώς ο Δρόμος του Μεταξιού δεν ήταν ένας ενιαίος δρόμος από την Ανατολή προς τη Δύση, ο όρος “Δρόμοι του Μεταξιού” έγινε δημοφιλέστερος ανάμεσα στους ιστορικούς, παρόλο που το πιο συνηθισμένο και αναγνωρίσιμο όνομα παρέμεινε “Δρόμος του Μεταξιού”
Ήταν το λιμάνι του διάσημου Δρόμου του Μεταξιού βρίσκεταν στα βορειοδυτικά της συνοικίας και ήταν το πιο διάσημο φυσικό λιμάνι της περιοχής της Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας, κλειστό στους ισχυρούς ανέμους της αρχαιότητα Τα εμπορεύματα που φορτώνονταν από εδώ μεταφέρονταν στην Ευρώπη μέσω Ρουμανίας και Ρωσίας με πλοία.
Ο Ευρωπαίος εξερευνητής Μάρκο Πόλο (1254-1324 μ.Χ.) ταξίδεψε σε αυτούς τους δρόμους και τους περιέγραψε αναλυτικά στο διάσημο έργο του,
Η ιστορία του Δρόμου του Μεταξιού ωστόσο, στην πράξη, χρονολογείται πριν τη Δυναστεία των Χαν, καθώς η περσική Βασιλική Οδός, η οποία λειτουργούσε ως μία από τις κύριες αρτηρίες του Δρόμου του Μεταξιού, δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Αχαιμενιδών (500-330 π.Χ.).
Το Ζεφύριον σαν οικισμούς και λιμάνι καταγράφεται τόσο από τους Ρωμαίους όσο και άπω τους Βυζαντινούς , όπως και το γειτονικοί λιμάνι και οικισμούς της Τρίπολης που βρίσκεται προς τα Ανατολικό σε απόσταση 15 χλμ πουθενά ωμός δεν γίνεται πριν άπω το 1515 μ,Χ, αναφορά για τον οικισμοί Εσπια ή στην Τούρκικη ονομασία Εσπιγίε
Να σημειώσουμε οι για αυτοί την περιοχή ο Α.Ν. Αναγνωστόπουλος στην Γεωγραφία της Ανατολή γραφεί οι πανό άπω το Ζεφύριο υπήρχαν μεταλλεία Χαλκού και Άργυρου
Είναι βέβαιο οτι το Ζεφύριο με την ύπαρξη του υπήνεμου του φυσικού όρμου που το καθιστουσε αφελέστατο λιμάνι που του έδινε εν συγκριτικό πλεονέκτημα που δεν μπορούσε να αγνοηθεί , υπήρχε κάτω από την την κυριαρχία του Βασιλείου του Πόντου, την Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή και μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα των Σταυροφόρων το 1204, ο Αλέξιος, ο οποίος διέφυγε από την Κωνσταντινούπολη, ήρθε στην Τραπεζούντα και ίδρυσε την Ελληνική Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, άμεσα στα σύνορά της όποιας βρισκόταν και οι περιοχές της Τριπόλεως και της Κερασούντος που βρισκόταν και το Ζεφύριο.
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Εντάχθηκε στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Β’ , έλαβε χώρα στη διοικητική διαίρεση ως Dikmen Melik.
Η Εσπιγιέ, η οποία ήταν υποπεριοχή της περιφέρειας Τιρεμπολού στο παρελθόν, αργότερα στην περιφέρεια της Κερασουντας όπου ανήκει διοικητικά και σήμερα.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η Χριστιανική κοινότητα της Έσπια ανήκε στην μητρόπολη Τραπεζούντιους
Μέσα στη χριστιανική συνοικία υψώνονταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με παπά τον Παπαγιάννη (Παπαγιάννες των Κοντράντων
ΠΑΙΔΕΙΑ
Υπήρχε εξατάξιο δημοτικό σχολείο μέχρι το 1916 την χρονιά που όλου κάτοικοι ανεξάρτητα από την ηλικία στάλθηκαν στην εξορία και καταστράφηκε η Χριστιανική κοινότητα
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Παλαιότερα ταν το λιμάνι Ζεφύριο είχε την σημασία που του έδινε η ύπαρξη του εμπορικού λιμανιού , προφανές οτι ανθούσαν και ολα τα παραπλήσια επαγγέλματα για την εύρυθμη λειτουργιά ενός λιμανιού και βεβαίως τα κοιτάσματα Άργυρου και Χαλκού δεν έμειναν ανεκμετάλλευτα (από οτι μας είναι γνωστό εδώ εξορύχτηκε για πρώτη φορά χαλκός τον 1ο αιώνα μ.Χ.δίνοντας την αναλογεί κίνησή στην αγορά
Στην εποχή των Ελλήνων στην περιοχή και μεχρι το 1916 που τους εξαφάνισαν .
Η απασχόληση τους ηταν ην γεωργία (κύριος παραγωγή ρυζιού στα πεδινό και φουντουκιών σε λα τα υπόλοιπά τμήματα ,στην κτηνοτροφία πόλι πιθανών να υπήρχε εκτροφή άλογον αν δεχθούμε την Τουρκική εκδοχή για την προέλευσή του ονόματος Εσπιγιε άπω τα άλογα και η αποσχοληση στην θαλασσα η αλιεία .
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
– Κάστρο Άντιου Andoz
Κάστρο Andoz – Espiye – Giresun
1450 μ.Χ. Andoz
1515 μ,Χ Osios Antónios [στα ελληνικά για “evliya Andonios”
Συντεταγμένες 40° 56′ 21” E, 38° 41′ 31”
Το Κάστρο Andoz χτίστηκε στη δυτική πλευρά της σύγχρονης πόλης, ένα αδελφό κάστρο της Τρίπολης (σημερινό Tirebolu ) και του Bedrama (ή Bedrum) στην κοιλάδα Harşit στα ανατολικά. του Εσπιγιέ.
Το Κάστρο Andoz είναι ένα ερειπωμένο κάστρο που βρίσκεται στην επαρχία Giresun της Τουρκίας. Χτίστηκε από Βυζαντινούς και στη συνέχεια αναστηλώθηκε την εποχή της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας τον 13ο και 14ο αιώνα μ.Χ.
Ωστόσο, το κάστρο ήταν πολύ μικρό για να είναι η καρδιά ενός αστικού οικισμού. Με διαστάσεις μόνο 27,43 μετρα επί 6,09 μέτρα πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο για εκ των προτέρων προειδοποίηση πλοίων εισβολής στη Μαύρη Θάλασσα .
Βρισκεται στην είσοδο του οικισμού Eσπια της Κερασουντας (Βρίσκεται 3 χλμ δυτικά της περιοχής Espiye, )
Το Andoz Castle σε έναν απότομο λόφο με θέα στη θάλασσα και την κοιλάδα, ακριβώς στην άκρη του ρέματος Yaglidere. Το κάστρο βρίσκεται στην είσοδο του Espiye στον παραλιακό δρόμο Giresun – Trabzon και είναι προσβάσιμο με 180 σκαλοπάτια. από τον μικρό δρόμο στη βόρεια πλευρά. Το κάστρο έχει υπέροχη θέα στο λιμάνι Zefre και τη θάλασσα.
Εχει πολύ σημαντική θέση γιατί δεσπόζει στη θάλασσα, την κοιλάδα, προς τα μέσα και την Τραπεζούντα και τη Κερασουντα
. Τα τείχη του κάστρου, που περιβάλλεται από τείχη, έχουν καταστραφεί κατά τόπους. Σε ορισμένα σημεία υπάρχουν πύργοι ,και σε ορισμένα σημεία υπάρχουν κίονες. Το κάστρο ήταν χτισμένο σε έναν βραχώδη λόφο με θέα στη θάλασσα . Το κάστρο, που βρίσκεται στην άκρη του κολπίσκου Yaglidere,Έχει κλιμακωτή όψη και περιβάλλεται από γκρεμούς. Ανάλογα με την τοπογραφική δομή του λόφου, τα τείχη, που δημιουργήθηκαν με κονίαμα από μεγάλες και μικρές πέτρες, εκτείνονται σε στενή γραμμή με κατεύθυνση ανατολή-δυτική. Η είσοδος προστατεύεται από δύο ημικυκλικούς προμαχώνες. Στο ανατολικό άκρο του κάστρου έχει ορθογώνια κάτοψη και θολωτή ανωδομή διαστάσεων 4,80 x 3,72 μ. Υπάρχουν ερείπια κτιρίου. Το κτίριο διατηρείται καλά από το έδαφος σε ύψος 3μ, με πόρτα στη νοτιοανατολική γωνία και παράθυρο στο δυτικό τοίχο. Ανατολικά υπάρχει κόγχη πλάτους 1,75 μ. Με τα χαρακτηριστικά κάτοψής του, αυτό το μικρό κτίσμα πρέπει να ήταν τάφος. Εννοείται ότι το μικρό αυτό κάστρο δεν είναι κατάλληλο για οικισμό με την τοπογραφική του δομή να περιβάλλεται από βράχους.
ΔΙΩΞΕΙΣ
Συνήθως στο υποκεφάλαιο αυτό των δημοσιεύσεών μας για τις Αλησμόνητες πατρίδες που άφησαν πίσω τους οι Έλληνες μετά την Μικρασιατική καταστροφή παραθέτουμε με κάθε δυνατή αντικειμενικότητα τα δείνα των Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Μικρασιατικής χερσονήσου για την περίοδο 1910-1923
Στην σημερινή δημοσίευσε θα παραθέσουμε την περίληψη του βιβλίου που έγραψε ο αείμνηστος Γεώργιος Ανδρεάδης για την περίπτωση ενός μικρού παιδιού που 8 χρόνων στάλθηκε στην εξορία το 1916 μαζί με όλα τα μέλη της οικογενείας της και άλλους 470 συγχωριανούς της Ταμάμα-Ραιφέ κόρης του Γιάννη Κοτρίδη ή Παπαγιάννη (ήταν ο ιερεας της Χριστιανικής κοινότητας του Εσπιέ) ή κατ την ποντιακή διαλέκτου, του Γιάννες των Κοντράντων ,το βιβλίο καταγράφει μια αληθινή ιστορία ,με υπαρκτά πρόσωπα που μεταφράστηκε και στην Τουρκική γλώσσα (εκτός των άλλων ) και έγινε και κινηματογραφική ταινία χωρίς κάνεις να μπορέσει να αμφισβητήσει την αλήθεια των γεγονότων.
Η ΠΟΛΗ ΕΣΠΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Το Espiye σήμερα είναι μια πόλη στην επαρχία Giresun στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας της Τουρκίας . Είναι η έδρα της περιφέρειας Εσπιγιέ . Ο πληθυσμός της είναι 26.671 (2022).
ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΖΕΦΥΡΙΟ
Το Ζεφύριο σήμερα έχει το το όνομα Gülburnu Εστιγίε και έχει περίπου 400 κατοίκους το 1965 ειχε 565
Μπροστά απο το λιμάνι περνά ο νέος σύγχρονος αυτοκινητόδρομος που ενώνει την πόλη της Κερασούντας με την Τραπεζούντα στο τμήμα του δρόμου Κασσιόπη -Έσπια παράλληλα με το θαλάσσιο μέτωπο
Για να προστατευθεί το αρχαίο λιμάνι του Ζέφυρου και να μην επιχωματωθεί κατασκευάσθηκε η γέφυρα Gülburnu (Ζέφυρου ) μήκους 400 μέτρων που χτίστηκε πάνω από τη θάλασσα
=========================================
2ο ΜΕΡΟΣ
ΌΙ ΄ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑ
ΠΕΡΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑΣ
Είναι μια αληθινή ιστορία που έζησε ένα μικρο κορίτσι που τον Νοέμβριο του 1916 εξορίστηκε μαζί με τους γονείς της και άλλους 3000 συγχωριανούς της από το χωρίο Εσταγιε της Τρίπολης στην Σεβάστεια και χάθηκε μέσα στην αναμπουμπούλα που επεκράτησε από την στιγμή της συγκέντρωσης των κατοίκων της υποχρεωτικής πορείας των γυναικόπαιδων από το Espiye Tirebolu έως την πόλη της Σεβαστείς (Sivas) 315 χλμ μέσα από κακοτράχαλα βουνά και από υψόμετρο στο επίπεδο της θάλασσας στα 1285 μέτρα που είναι η Σεβάστεια
Ανεξάρτητα από την ηλικία η κατάσταση που έζησαν οι Έλληνες ειναι δραματική ήταν φανερό ότι στίχος ήταν η φυσική τους εξόντωση νηστικα και πεινασμενα τα παιδιά βάδιζαν ατελείωτες ώρες και κάποια από αυτά χάθηκαν
ανάμεσα σε αυτά βρέθηκε να περιπλανάται και η 8χρονη ορφανή Ταμάμα, η ηρωίδα του βιβλίου του αείμνηστου Γιώργου Ανδρεάδη,ο οποίος σε ένα από τα πολλά ταξίδια που έκανε στην πατρίδα του στον Πόντου άκουσε για την ιστορία της και την αναζήτησε γράφοντας στην συνεχεία ένα βιβλίο με το όνομα της
Οππως έμαθε αργότερα ήταν η κόρη του παπα-Γιάννη από την Έσπιε της Τρίπολης. Την περιέθαλψε η 15χρονη Αϊσέ, η μοναχοκόρη ενός χήρου Τούρκου ταγματάρχη που την φρόντιζε πλέον σαν μέλος της οικογένειάς της.
Στα γεράματα της, άρχισε να μιλάει τη μητρική της γλώσσα και να ζητάει να πάει στο χωριό της.
Το 1970 η Ταμάμα-Ραϊφέ, όπως ονομάστηκε, μετά από εγκεφαλικό θυμήθηκε την ποντιακή της καταγωγή, θυμήθηκε το χωριό της, το Εσπιγίε στον Πόντο, και την οικογένειά της. Αναζητήθηκαν επί τρία χρόνια οι δύο αδελφές της και βρέθηκαν τελικά το 1973, στην Καλαμαριά η Συμέλα και στη Βέροια η Μαριγούλα.
Σημαντικό μέρος των Ελλήνων της Τρίπολης εξολοθρεύτηκε κατά τη διάρκεια του αναγκαστικού εκτοπισμού που διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 1916 μέχρι τον Ιανουάριο του 1917.
Ήδη από τα μέσα Μαρτίου του 1917 πολλοί από τους εκτοπισμένους –αφού πλήρωσαν λύτρα– κατάφεραν να βρουν καταφύγιο σε ελληνικές οικογένειες στην Τοκάτη, στη Νεοκαισάρεια, στην Αμάσεια και στη Σεβάστεια.
Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΣΠΙΓΙΕ 1916
–Η οικογένεια του Παπαγίαννη
Ο πατήρ Ιωάννης Κοτρίδης, στο ποντιακό όμως ιδίωμα και την συνήθεια της εποχής, ήταν ο Γιάννες, της οικογενείας των Κοτράντων
Νιόπαντρος ο παπα- Γ ιάννης, με την παπαδιά του την Κυριακή,- έκτιζε στην Έσπιε το σπιτικό του. Στα χωράφια με την παπαδιά, φρόντιζε για την επιβίωση της οικογένειάς του και στην εκκλησία φρόντιζε για την πνευματική τροφή όλων των χριστιανών της Έσπιε. Ήταν ένας αγαπητός παπάς. Ο πανάγαθος θεός του χάρισε για πρώτο παιδί μία όμορφη κορούλα, την Μαρικούλα. Για ένα χωρικό Πόντιο, ήταν η πρώτη κρυάδα της ζωής του, γιατί όνειρο και μεγάλη επιθυμία όλων και του Παπαγιάννη ήταν, το πρώτο παιδί να είναι αγόρι. Γρήγορα όμως η όμορφη Μαρικούλα απάλυνε την πικρία του πρώτου σοκ. Κρυφά μέσα στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου, ο Παπαγιάννης, ανάμεσα στις καθημερινές προσευχές, με πόνο ψυχής, παρακαλούσε τον Θεό, το δεύτερο παίδι να είναι αγόρι. Η Παπαδιά ήταν ήδη έγκυος και από ώρα σε ώρα ερχόταν ο καιρός να γεννήσει. Η αγωνία του Παπαγιάννη, για το αναμενόμενο παιδίήταν τρομερή. Ήταν όμώ ς βέβαιο, ότι ο Θεός τον οποίο υπηρετούσε, θα άκουγε τουλάχιστον στην μία από τις τόσες προσευχές, που με πόνο ψυχής, επί μήνες τώρα, Του απηύθυνε. Τι δυστυχία όμως, όταν η μαμή ξεγέννησε την Κυριακή, την παπαδιά, που πάλι γέννησε κορίτσι; Η Συμέλα ήταν το δεύτερο κορίτσι του Παπαγιάννη. Δύο χρόνια αργότερα η παπαδιά περίμενε πάλι παιδί. Αυτή τη φορά ο Παπαγιάννης δεν ήξερε τι να κάμει. Να προσευχηθεί, ή όχι; Μήπως ο Θεός τον άκουσε τις προηγούμενες φορές; Η Πίστη του κλονίστηκε. Ζούσε την βουβή αγωνία του, μέχρι την ημέρα, που η παπαδιά γέννησε το τρίτο παιδί και πάλι κορίτσι. Ο παπάς το βάπτισε και έδωσε το όνομα ΤΑΜΑΜΑ. Όνομα άγνωστο μέχρι τότε στους χριστιανούς. Βγαίνει από τα τούρκικα και σημαίνει κάτι σαν ” φτάνει πια “. Αγανάκτησε ο Πα;τα-
16 γιάννης και με το Θεό του και σαν εκδίκηση το βάπτισε και έδωσε όνομα άγνωστο για κορίτσι και μάλιστα στα τούρκικα, σαν να του έλεγε “θεέ μου, φτάνει πια”. Στενό συγγενή ο Παπαγιάννης είχε στην Έσπιε, τον αδελφό του τον Κωστή, με την γυναίκα του την Ελένη. Ο Κωστής ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία και λίγο ασθενικός. Ζούσαν πολύ αγαπημένα και τα σπίτια τους ήσαν πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Τα σπίτια τους είχαν κοινό φράχτη και ελεύθερα τα παιδιά μπορούσαν να πάνε από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς να βγουν από τον περιορισμένο με φράχτη αυλόγυρο. Δυστυχώς η θεία Ελένη δεν απόκτησε ποτέ της παιδιά, πράγμα που πολύ στεναχωρούσε την ίδια και τον Κωστή. Ευτυχώς τα παιδιά του Παπαγιάννη μοίραζαν την χαρά και στο δικό τους σπίτι.
— 1909
Όταν γεννήθηκε στο Εσπιγίε η Ταμάμα ΤΟ 1909
Η μητέρα Κυριακή και ο πατέρας Παπαγιάννης ήθελαν γιο. Όμως μετά τη Μαριγούλα και τη Συμέλα απέκτησαν για τρίτη φορά κόρη.
Στην τελετή της βάπτισης ο Παπαγιάννης ονόμασε την κόρη του Τ ΑΜΑΜΑ. Όνομα άγνωστο μέχρι τότε στους χριστιανούς. Βγαίνει από τα τούρκικα και σημαίνει κάτι σαν ” φτάνει πια Ο Παπαγιάννης έδειξε την οργή του ονομάζοντας την κόρη του «φτάνει, εντάξει». Αγανάκτησε ο Παπαγιάννης και με το Θεό του και σαν εκδίκηση το βάπτισε και έδωσε όνομα άγνωστο για κορίτσι και μάλιστα στα τούρκικα, σαν να του έλεγε “θεέ μου, φτάνει πια”.
–1913
Όταν ήρθε το έτος 1913, ο Παπαγιάννης έδωσε όρκο να πάει με την οικογένειά του στη Σουμελά, στη μεγάλη λειτουργία της Μαρίας. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η Tüma έκανε ένα δύσκολο και επίπονο ταξίδι στην Τραπεζούντα με την οικογένειά της. Έφτασαν στη Σούμελα με μουλάρια και, όπως χιλιάδες Έλληνες, παρακολούθησαν το μεγάλο τελετουργικό στις 15 Αυγούστου
1915
Το έτος 1915 έκανε δώρο στην Κυριακή και στον Παπαγιάννη. Ενα αγόρι. Η μητέρα και ο πατέρας νόμιζαν ότι οι προσευχές τους στη μεγάλη λειτουργία εισακούστηκαν. Το μωρό βαφτίστηκε στις 15 Αυγούστου, την ημέρα της Λειτουργίας. Του δόθηκε το όνομα «Αλέξανδρος» (Αλέξανδρος). Συχνά θα τον έλεγαν «Αλέκο».
1916
Το έτος είναι 1916. Μέσα Νοεμβρίου. Μαύρες ειδήσεις έφτασαν στην Εσπιγιέ. Ο Tellal ανακοίνωσε ότι οι Έλληνες πρέπει να συγκεντρωθούν ακριβώς μπροστά στην εκκλησία. Δεν θα
υπήρχαν διακρίσεις μεταξύ ασθενών, παιδιών και ηλικιωμένων. Όλοι, μα όλοι, έπρεπε να πάρουν το δρόμο μόνο με όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν. Οι Espiye Έλληνες εξορίζονταν. Οι πλούσιοι μπορούσαν να νοικιάζουν άμαξες. Οι περισσότεροι έπρεπε να περπατήσουν.
Τους είπαν ότι θα πήγαιναν 50 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα από τη θάλασσα. Εξορίστηκαν όμως στο Σίβα που απέχει 200 χιλιόμετρα. Ο Σίβας ήταν ένα μέρος που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Ήταν εντελώς νεότερος, όχι αρκετά μεγάλος για να καταλάβει τι είχε συμβεί Όλοι στο χωρίο ετοιμάστηκαν ανάμεσα τους και η οικογένεια του Παπαγιάννη
Η ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ
Όταν ήρθε η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. 480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.
Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΕΞΟΡΙΣΜΕΝΩΝ
Μόλις οι τελευταίοι Χριστιανοί άφηναν το χωριό, παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί…
Από απέναντι από το σπίτι του Παπαγιαννη και μέσα από το παράθυρο, ο Μουσουλμάνος ς γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά.
Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη
Άνοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους: Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε).
Ήταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό…
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ
Τους είπαν ότι θα πήγαιναν 50 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα από τη θάλασσα. Εξορίστηκαν όμως στην Σεβάστεια που απέχει 353 όπου αναγκαστήκαν να πάνε με τα πόδια κάτι που είχε δραματικές συνέπειες.
Οη η χριστιανική Έσπιε. Ήταν 480 ψυχές, που ξεκίνησαν Κυριακή ώρα 11 στις 16 Νοεμβρίου 1916, τον Δρόμο του Γολγοθά. Ο δρόμος, που πήραν -τι τραγική ειρωνεία;- ήταν ο δρόμος που πήγαιναν για τα παρχάρια, κάθε Ιούνιο. Ο δρόμος της χαράς και της αγαλλίασης, έμελλε να γίνει ο δρόμος του μαρτυρίου. Σκυφτοί όλοι από τα βάρη, που ο καθένας κουβάλαγε, γέροι, άρρωστοι, παιδιά όλοι μαζί και από δίπλα υποζύγια και χωροφύλακες. Οι τελευταίοι ήρθαν για την τάξη, μήπως περνούσαν από μουσουλμανικά χωριά και αγανακτισμένοι οι μουσουλμάνοι, για το κακό, που προξένησαν οι Χριστιανοί στην Τουρκία, προέβαιναν σε πράξεις εκδίκησης. Όλα τραγικά, και αθώα φτιαγμένα. Φεύγοντας από την Έσπιε, ο Παπαγιάννης δάκρυσε. Δεν ήξερε, που τους πάνε και όλοι περίμεναν από αυτόν ενημέρωση. Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Νότου, κανείς δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει την Έσπιε και την θάλασσα. Δεν πέρασε μισή ώρα, που είχαν απομακρυνθεί από την Έσπιε και ακούστηκε ο αντίλαλος από έναν πυροβολισμό, μέσα από το χωριό. Μετά ησυχία. Κοντοστάθηκαν λίγο και μετά συνέχισαν την πορεία τους. Ήταν η ώρα 4 τοαπόγευμα. Είχαν ήδη περπατήσει πάνω από 20 χιλιόμετρα. Έκαμαν στάση εκεί σε μια ωραία πηγή. Πάντοτε έκαμαν στάση στην πηγή αυτή, όταν πήγαιναν στα Παρχάρια. Με χαρές και κεμεντζέδες έπιναν νερό, έπλεναν το πρόσωπό τους και συνέχιζαν. Τώρα, ούτε χαρές, ούτε κεμεντζέδες. Κρύο και καμία διάθεση. Από το σημείο αυτό έβλεπε κανείς την Έσπιε για τελευταία φορά. Μετά το βουνό έγερνε και διαδεχόταν το ένα το άλλο, χωρίς πια να μπορείς να αντικρίσεις την θάλασσα. Ασυναίσθητα γύρισαν όλοι το βλέμμα τους προς την Έσπιε. Κάποιος φόβος τους διακατείχε, ότι ίσως να μη την ξανάβλεπαν. Για μερικούς άρρωστους και γερασμένους, ο φόβος αυτός ήταν βέβαιος. Ο ήλιος είχε ήδη πέσει μέσα στην Μαύρη Θάλασσα για να δύσει. Τι να δουν; Όλος ο μαχαλάς τους ήταν γεμάτος σε καπνούς.
Ο Παπαγιάννης δάκρυσε, γύρισε το κεφάλι προς τα εμπρός και άλλο δεν ξανακοίταξε πίσω του. Τί είχε γίνει; Οι Χριστιανοί είχαν πάρει ό,τι μπορούσαν μαζί τους και διπλαμπάρωσαν τις πόρτες και τα παράθυρά τους. Ο αξιωματικός τους είχε διαβεβαιώσει, ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούν για τις περιουσίες τους. Να έπαιρναν μαζί τους μόνο τα όσα είχαν ανάγκη. Το κράτος θα φύλαγε τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Εξάλλου δεν θα πήγαιναν και πολύ μακριά. Μόνον 50 χιλιόμετρα και για σύντομο διάστημα, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος με τους μεθύστακες τους Ρώσσους. Το ότι θα πήγαιναν πάνω από 200 χλμ. νότια, πάνω από Βουνά, μέχρι την Σεβάστεια, το ότι θα τους έκλεβαν τα υπάρχοντα τους και ότι θα έκαιγαν και τα σπίτια τους, αυτό δεν τους το είπε και ένας Θεός γνωρίζει, εάν ο ίδιος το ήξερε. Πάντως συνiχεια τους καθησύχαζε για όλα και έτσι είχαν ξεκινήσει από την Έσπιε. Πράγματι, μόλις πέρασε μισή ώρα από την στιγμή που και οι τελευταίοι Χριστιανοί έβγαιναν από το χωριό προς τα βουνά, μέσα στην Έσπιε έμπαιναν ζιπκαλήδες τσετέδες, του Τοπάλ Οσμάν. Γύρω τους έτρεξαν και μερικοί νεαροί της Έσπιε, οι περισσότεροι από τις οικογένειες των προσφύγων. Ήσαν όλοι νεοφώτιστοι Νεότουρκοι, που ήθελαν την Τουρκία τουρκική, απηλλαγμένη από τα φίδια τους Χριστιανούς. Φανατισμένοι όλοι, μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Ο Χότζας τους φανάτισε ακόμη περισσότερο και με τις ευλογίες του ξεκίνησαν προς τον έρημο ρωμαίικο μαχαλά. Εκεί διασκορπίστηκαν και ο καθένας ανέλαβε την λεία του.
Αφού άδειασαν όλα τα σπίτια και έκαμαν τις επιλογές τους, φόρτωσαν την λεία τους σε κάρα/ Σε τρεις ώρες όλα είχαν τελειώσει. Αμέσως μετά φωτιές σάρωσαν όλα τα έρημα σπίτια των Ρωμιών και ο καπνός ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, σαν επίλογος του τέλους μιας ιστορίας ενός λαού, που έζησε και μόχθησε στα χώματα εκείνα πάνω από χρόνια. Ήσαν οι καπνοί, που αντίκρυσαν οι Ρωμιοί, όταν έστρεψαν το βλέμμα τους στο αγαπητό τους χωριό, για να το αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά, από την πηγή, πριν από τα παρχάρια, όπου είχαν κάνει στάση. Κάτι γκρέμισε μέσα τους. Ο Παπαγιάννης κατάλαβε, ότι όλα τα λόγια του Τούρκου αξιωματικού ήσαν ψέμα.
Ο Σεβάστεια ήταν ένα μέρος που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Ήταν εντελώς νεότερος, όχι αρκετά μεγάλος για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Μπόρεσε όμως να συνειδητοποιήσει ότι ο άρρωστος θείος του, ο Κωστής, είχε πεθάνει μόλις ξεκίνησε. Πριν κλείσει η τέταρτη μέρα, πέθανε και ο μικρότερος αδελφός της Τάμα, ο Αλέκος, ο μαθητής του Παπαγιάννη. Πέρασαν είκοσι μέρες. Είχαν ήδη περάσει 50 χιλιόμετρα. Οι εξόριστοι αντιμετώπιζαν τώρα τη χιονοθύελλα.
Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιέ.
Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο, που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο.
Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς.
Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά.
Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών, τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο… 38 ψυχές ,ηταν 480 όταν ξεκίνησαν
Ο Παπαγιάννης δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την καταιγίδα και μένει στον τόπο .
Τα κοριτσια ήταν πλέον χωρίς πατέρα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε η επιδημία του τύφου.
Η μητέρα της Τάμα έλιωσε σαν κερί.
ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑ
Η Ταμαμα ήταν μόλις επτά ετών. Έχασε πρώτα το σπίτι και την πατρίδα του, μετά τον μικρότερο αδερφό του, μετά τον πατέρα και τη μητέρα του. Μαζί με τις μεγαλύτερες αδερφές τους έμειναν ορφανές και χωρίς ρίζες. Θα τους φρόντιζε η θεία τους η Ελένη. Είχαν περάσει δυόμισι μήνες από τότε που όταν έφτασαν στον Σεβάστεια . Οι περισσότεροι Έλληνες της Εσπιγιέ ήταν ήδη νεκροί.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΕ ΣΤΡΑΤΩΝΑ
Τα 2 μικρά κορίτσια του Παπαγιαννη μαζί με την αδερφή τους και όλα τα ορφανά του Εσπιγιε τα εγκατέστησαν σε ένα στρατώνα της Σεβάστειας
Το φαγητό που δόθηκε δεν ικανοποίησε κανέναν.
Τα παιδιά έφευγαν από τους στρατώνες και ζητιάνευαν .
Οι κάτοικοι της Σεβάστειας ήταν ευγενικοί και καλοπροαίρετοι.
Βοηθούσαν τα παιδιά που ζητιανεύουν. Υπήρχαν και εκείνοι που υιοθέτησαν ορφανά παιδιά.
Για παράδειγμα, ο Επιδιορθωτής Παπουτσιών Χατζί Εμίρ ήταν ένας φτωχός άνθρωπος.
Αν και είχε οκτώ παιδιά, υιοθέτησε δύο αγόρια. Ίσως ήθελε έναν γιο σαν τον Παπαγιάννη. Το γεγονός ότι όλα της τα παιδιά ήταν κορίτσια την ώθησε να υιοθετήσει.
Η ΤΑΜΑΜΑ ΤΟ 8ΧΡΟΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΗΝ ΖΗΤΙΑΝΙΑ *& Η ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ
Εντάχθηκε με τα παιδιά που ζητιανεύουν που δραπέτευσαν από τους στρατώνες. Στην αρχή ζητιανεύει με τις μεγαλύτερες αδερφές του, αλλά σύντομα βρήκε το κουράγιο να ζητιανεύει μόνο του.
Μια μέρα, ένα νεαρό κορίτσι άνοιξε μια από τις πόρτες που χτύπησε.
Κάλεσε την Τάμα και την τάισε καλά.
Μετά την έντυσε με καθαρά ρούχα. Εντάξει, την επόμενη μέρα την ίδια ώρα, χτύπησε την ίδια πόρτα.
Εκείνο το νεαρό κορίτσι, η Ayşe, άνοιξε ξανά την πόρτα. Αυτή τη φορά, όχι μόνο τάισε την Τάμα αλλά την πήρε και στο μπάνιο και έκανε ένα καλό μπάνιο.Το γεύμα που έφαγε μετά το μπάνιο στο ζεστό νερό έβαλε για ύπνο την οκτάχρονη Τάμα. Κουλουριάστηκε στο κάθισμά του και αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε, είδε ε τον πατέρα της Ayşe, ταγματάρχη Μουσταφά, και ήταν τρομοκρατημένος.
Ευτυχώς, ο Major δεν ήταν ένας από τους στρατιώτες που γνώριζε η Ταμάμα . Με την επιμονή της Ayşe και με τη συγκατάθεσή της, ο Ταγματάρχης υιοθέτησε την Ταμάμα . Μαζί άρχισαν να μένουν σε ένα από τα κατασχεμένα αρμενικά σπίτια.
1918
RAIFE
Όταν ήρθε το 1918, ειπώθηκε ότι ο πόλεμος με τη Ρωσία είχε τελειώσει και οι εξόριστοι που ζούσαν ακόμη μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Αυτό που έμεινε ανείπωτο ήταν ότι αυτοί οι εξόριστοι δεν είχαν πλέον σπίτι.
Φρόντισε γι’αυτό ο Τοπάλ Οσμάν και οι Τσέτες .
Οι συμμορία του είχε αρπάξει τα πάντα δεν είχε απομείνει από τους εξόριστους. Με άλλα λόγια, η Μαύρη Θάλασσα «απελευθερώθηκε» από τους Έλληνες του Πόντου. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα από τα υιοθετημένα παιδιά ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους για να «γυρίσουν σπίτι».
Ωστόσο, κανένας Πόντιος Έλληνας δεν μπόρεσε να επιστρέψει και να ζήσει στην πατρογονική του πατρίδα.
Οι μεγαλύτερες αδερφές της Τάμα και η θεία τους, Ελένη, μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Έθαψαν την Εσπιγιέ και τα αδέρφια της Τάμα στις αναμνήσεις τους.
Οι αρχές ήθελαν να στείλουν και την Τάμα πίσω, αλλά ο Ταγματάρχης Μουσταφά ήταν αρκετά δυνατός για να πει «όχι».
Λοιπόν, τώρα ήταν κόρη του. Ο Ταγματάρχης πήρε το επώνυμο «Εντάξει» χρόνια αργότερα, όταν θεσπίστηκε ο περί επωνυμίας Νόμος.
Ολόκληρος ο πληθυσμός καταγράφηκε ως “Raife Okay”. Όταν ο Ταγματάρχης Μουσταφά πέθανε, η Tama άρχισε να ζει με την Ayşe, η οποία είναι τώρα παντρεμένη.
Δεδομένου ότι ο σύζυγος της Ayşe είναι αξιωματικός, η Tama πήγαινε σε άλλο μέρος της Τουρκίας για κάθε ραντεβού. Δεν σκέφτηκε ποτέ να παντρευτεί ή μετά. Έγινε η δεύτερη μητέρα των τεσσάρων παιδιών της Ayşe.
Όταν η Ayşe και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκαν στην Άγκυρα, η Tama θα ήταν πλέον πολίτης της Άγκυρας.
Η Ταμάμα, η οποία επέζησε της της Μικρασιατικής καταστροφής , ήταν τυχερη κατά μια άποψη ,βρήκε καταφύγιο σε μια Τουρκική οικογένεια ενός Τούρκοι αξιωματικού, ζώντας για δεκαετίες με άλλο όνομα.
Ποσες χιλιάδες όμως παιδιά επέζησαν από αυτή την θύελλα
Στα γεράματα της, άρχισε να μιλάει τη μητρική της γλώσσα και να ζητάει να πάει στο χωριό της. Γεγονός που σηματοδοτεί την περίτρανη απόδειξη ότι… η ταυτότητα δεν χάνεται, ως το τέλος της ζωής Πρόκειται για την ιστορία ενός κοριτσιού που χάθηκε στο διωγμό του Ποντιακού Ελληνισμού.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Ριζούντα, την Τρίπολη του Πόντου και στα Πριγκηπόνησα. Επίσης στην πλατεία Αριστοτέλους και στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, στα χωριά της Δράμας: Μαρμαριά, Νικηφόρος και Υψηλή Ράχη. Καθώς και στην Καβάλα, στην παλιά πόλη και στο Υδραγωγείο.
VIDEO

Ακούστε ένα τραγούδι στην Ποντιακή διάλεκτο που τους στίχους έγραψε ο Παναγιώτης Μωυσιάδης και επένδυσε με μουσική ο Βασίλης Μιχαηλίδης εμπνευσμένο από το βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη << Ταμάμα – Η αγνοουμένη του Πόντου>> που αλιεύσαμε από το Youtube

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: