Μακρυγιάννης: «Εθνική συνοχή»

By on 15/03/2016

Η έννοια του έθνους είναι πανάρχαια. Συναντάται ήδη κατά τον 6ο αι. π.Χ. στα «Ορφικά» ως «οθνία». Αιώνα αργότερα ο Ηρόδοτος δίνει τα χαρακτηριστικά του: Το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον», το «ομόθρησκον» (κοινοί ναοί και θυσίες), το «ομότροπον» (κοινά ήθη). Στο διάβα των αιώνων δείχθηκε ότι τα τέσσερα αυτά γνωρίσματα δεν έχουν την ίδια βαρύτητα. Ας τα εξετάσουμε με τη σειρά του Ηροδότου. Πόσο αρχαιοελληνικό αίμα ρέει στις φλέβες των Νεοελλήνων και πόσο τουρκικό σ’ αυτό των Τούρκων; Από τη χώρα μας πέρασαν λαοί και λαοί ως καταστροφείς ή κατακτητές. Κάθε φορά κάποιοι πληθυσμοί έμεναν και στη συνέχεια αφομοιώνονταν. Οι λίγοι Τούρκοι που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία γιγαντώθηκαν με τους αθρόους εξισλαμισμούς Ρωμηών, εκούσιους ή ακούσιους. Κάποιοι νεότεροι ιστορικοί, στα πλαίσια της ιδεολογικής ερμηνείας της ιστορίας, έφθασαν να υποστηρίξουν, μάλιστα πριν ακόμη γεννηθεί η επιστήμη της γενετικής και ανακαλυφθεί το DNA, ότι δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες. Εμείς καταγγέλλουμε, ευκαίρως ακαίρως, τους Τούρκους ως βάρβαρους Ανατολίτες αντί να τους αποκαλούμε καρντάσια! Συμπέρασμα πρώτον: Το «όμαιμον» είναι ασθενέστατο στοιχείο προσδιορισμού του έθνους. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη συμφορά του ελληνισμού στη Μικρασία οι ηγέτες των δύο χωρών, έχοντας ελάχιστο σεβασμό στην πίστη των λαών τους, συμφώνησαν εν τούτοις αυτή να γίνει με βάση το θρήσκευμα. Έτσι τουρκόφωνοι της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Βιθυνίας, ως χριστιανοί, πήραν τον δρόμο προς την Ελλάδα και ελληνόφωνοι Βαλαάδες της Δ. Μακεδονίας και Κρητικοί, ως μουσουλμάνοι, μετακινήθηκαν στην Τουρκία. Συμπέρασμα δεύτερο: Και το ομόγλωσσο είναι ασθενές σημείο. Κατά την επανάσταση του 1821 οι ρωμαιοκαθολικοί των νησιών μας απείχαν από τον αγώνα κατ’ επιθυμία του Βατικανού. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα επέχαιραν για τις συμφορές των ορθοδόξων επαναστατών. Βέβαια το «ομόθρησκον» του Ηροδότου δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με το της νεοελληνικής, καθώς το δόγμα δεν ήταν ουσιώδες συστατικό της πίστης των προγόνων μας. Το έγραψα για να τονίσω ότι ακόμη και το «ομόθρησκον» δεν είναι ισχυρό, παρά μόνο το «ομόδοξον». Το «ομόδοξον», ως γενεσιουργός αιτία ήθους και φρονήματος, είναι το πλέον σημαντικό καθώς εξασφαλίζει το «ομότροπον».

Το έθνος απαρτίζουν σύνολο προσώπων, τα οποία έχουν δεσμό θυσιαστικής (του εγώ όχι των άλλων) αγάπης με γεωγραφική έκταση, άσχετα αν δεν διαμένουν εντός αυτής, άσχετα αν οι «ομότροποι» διαμένοντες εντός αυτής αυτοδιοικούνται ή βρίσκονται υπό καθεστώς δουλείας. Οι «ομότροποι» έχουν κοινή παράδοση, κοινό πολιτισμό, κοινά ιδανικά και κοινά οράματα. Πώς μπορούν να ταυτίζονται οι απαρτίζοντες το έθνος στο πλήθος των χαρακτηριστικών υπό τον όρο «ομότροπον» χωρίς το «ομόδοξον»; Είναι άκρως σημαντικό πλην μη τιθέμενο ερώτημα.

Ας πάψουμε όμως να λογαριάζουμε τα πράγματα με βάση νομικούς, διοικητικούς ή στατιστικούς όρους. Στη χώρα μας καλά κρατεί το ιδεολόγημα ότι είμαστε ο πλέον συνεκτικός λαός της Ευρώπης με συντριπτική την πλειοψηφία των ορθοδόξων χριστιανών (95%!). Αγκιστρωμένοι στο ιδεολόγημα αυτό κάποιοι κύκλοι κρούουν τον κώδωνα προς επισήμανση του κινδύνου, από τον οποίο απειλείται η εθνική μας ομοιογένεια εκ της αθρόας αφίξεως προσφύγων και μεταναστών. Στο παρελθόν είχε θεωρηθεί μείζον ζήτημα η μη αναγραφή του θρησκεύματος στο δελτίο ταυτοτήτων και η διοικούσα Εκκλησία με κινητοποίηση είχε συγκεντρώσει περί τα 3.000.000 υπογραφές διαμαρτυρίας (ούτε το 50%), μεταξύ των οποίων αρκετές από αντιπολιτευτική προς την τότε κυβέρνηση διάθεση και μάλιστα και εκείνη μετέπειτα πρωθυπουργού. Η τύχη των υπογραφών εκείνων αγνοείται. Κατά καιρούς εμφανίζονται δημοσιεύματα σχετικά με τη θρησκευτικότητα των Ελλήνων. Μεταξύ των άλλων στοιχείων δίδεται και ο αριθμός των τακτικά εκκλησιαζομένων. Βρήκα αλλού το ποσοστό αυτό να υπερβαίνει το 20% (το θεωρώ άκρως υπερβολικό) ή να καταπίπτει στο 1% (ενδεχομένως να εκφράζει τον ενδόμυχο πόθο του «στατιστικολόγου»). Πάντως η κατάσταση κατά το «ομόδοξον» στη χώρα μας φαίνεται αποκαρδιωτική. Κάποιοι μη θέλοντας να απολέσουν την αισιοδοξία τους κάνουν διαρκώς λόγο για την, παρά ταύτα, πηγαία θρησκευτικότητα του λαού μας. Κάποιοι άλλοι παρηγορούνται με το γεγονός ότι στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, των «φίλων», «συμμάχων» και «εταίρων» λαών η κατάσταση από πλευράς θρησκευτικής πίστεως είναι τραγική καθώς η λαίλαψ της «διαφωτιστικής» αθεΐας έχει σαρώσει σχεδόν τα πάντα!

Ποιοι είναι αυτοί που έχουν αποποιηθεί το «ομόδοξον» και εμμένουν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες. Είναι οι άθεοι οπαδοί του δυτικού «διαφωτισμού», τους οποίους ο Παπαδιαμάντης είχε αποκαλέσει ήδη κατά το τέλος του 19ου αιώνα γραικύλους. Αυτοί οι εκ του παρασκηνίου (αστοί «υπέρμαχοι» της παράδοσης!) ή εμφανώς (μαρξιστές) δρώντες κατά της πίστεως του λαού από την παλιγγενεσσία υπό την καθοδήγηση των «προστατών» μας εκπαραθύρωσαν από την εκπαίδευση τον νοσταλγό της Σκιάθου μαζί με τη γλώσσα του, ώστε ο ελληνισμός των μελλοντικών γενεών να μετακινηθεί στο «ομόγλωσσο» των greeklish. Στην αποδόμηση της πίστης συμβάλλουν τελευταία και οι οπαδοί κάποιας θολής νεοειδωλολατρείας, οι οποίοι, ως νέοι Ιουλιανοί, εκτοπίζουν από τον χώρο του ελληνισμού τους χριστιανούς ως ιουδαΐζοντες! Αν είναι δύσκολο το «ομότροπον» υπό την προϋπόθεση του «ομοδόξου», καθώς εμφιλοχωρούν πλείστα όσα ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, τα οποία αποφεύγουν να αναλύσουν εκείνοι που αποτάσσονται τον Χριστό, πώς θα εξασφαλιστεί αυτό μεταξύ πιστών, απίστων, ετεροθρήσκων; Εγείρεται μείζον πρόβλημα νεοελληνικής ταυτότητας ήδη πριν από τη διόγκωση των του κύματος των ετεροθρήσκων προσφύγων και μεταναστών.

Θα προβληθεί το επιχείρημα: «Το ομότροπον» είναι εξασφαλισμένο, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία του λαού έχει αποδεχθεί τις ευρωπαϊκές καλούμενες αξίες και έχει ως όραμα την κοινή πορεία των λαών της Ευρώπης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι αληθές. Χωρίς να εισβάλουν ως βάρβαροι κατακτητές μας έχουν αλώσει τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά, ενώ οι εγχώριοι ομοϊδεάτες τους έπαιξαν αριστοτεχνικά το παιχνίδι τους βοηθώντας να κυριευθεί για μία ακόμη φορά η «Πόλη» από τους Φράγκους! Όμως οφείλει να γνωρίζει ο κάθε υποταγμένος στη σαγήνη του καταναλωτικού «ομοτρόπου», δηλαδή στον πρακτικό υλισμό, που επαίρεται υιοθετώντας το λάγνο σύνθημα «ανήκομεν εις την Δύσιν» ότι επωμίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο την ευθύνη για: τη φεουδαρχία, την «Ιερή» εξέταση, την εξόντωση των ινδιάνων, το δουλεμπόριο των νέγρων, την αποικοκρατία, τους μεγάλους φονικότατους πολέμους του 20ου αιώνα, τη νεοαποικοκρατία, την καταλήστευση των λαών των φτωχών χωρών, τους τοπικούς πολέμους για άθλια οικονομικά συμφέροντα των πλουτοκρατών, την επακόλουθη προσφυγιά. Τέλος αποδέχεται τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και της οικογένειας και το πλήθος των διαστροφών, η νομιμοποίηση των οποίων λογίζεται ως κατάκτηση από τον δυτικό άνθρωπο! Αν παρ’ όλα αυτά εμμένει στα ευρωπαϊκά «ιδεώδη» και μόνο η αίσθηση της ανασφάλειας τον ωθεί να φωνάξει «έξω οι ξένοι», ας αναλογισθεί: Κατήγγειλε ποτέ το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, που έχουν αναλάβει την εκτέλεση του σχεδίου του αφανισμού της ιδιοπροσωπείας των λαών στα πλαίσια της νέας τάξης πραγμάτων; Συνειδητοποίησε ότι κατά τα 40 έτη της πλαστής ευμάρειας υποστήκαμε αλλοίωση φοβερότερη απ’ όποια πιθανόν να υποστούμε από τη μετατροπή της χώρας μας σε απέραντο καταυλισμό προσφύγων και μεταναστών με τις «ευλογίες» των «ομοτρόπων» δυτικών «εταίρων» μας;

Ο Λουκάς Νοταράς που ξεστόμισε το «προτιμώ τουρκικόν φακιόλιον παρά παπικήν τιάραν» δέχθηκε λυσσαλέες τις επικρίσεις όχι μόνο από δυτικούς, αλλά και από δικούς μας «ομότροπούς» τους. Όμως τον δικαίωσε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στις διδαχές του, ο φωτιστής των σκλαβωμένων και συμβαλών τα μέγιστα στην ανάσχεση των εξισλαμισμών. Η Δύση ήταν και παραμένει ο μεγαλύτερος εχθρός του ορθοδόξου ελληνισμού. Αναμένω τις λοιδορίες των υποταγμένων στη Δύση. Στόχος μου είναι όμως να προφυλάξω κάποιους πράγματι πιστούς από την συμπόρευση με τον ολοκληρωτικό εθνικισμό, αρρωστημένο γέννημα κι αυτό της Δύσης. Ας μην επαναληφθεί το τραγικό σφάλμα της εξύμνησης της «Ελλάδος των Ελλήνων χριστιανών», εξ αιτίας της οποίας η Εκκλησία δέχθηκε λυσσαλέα την επίθεση κατά τη μεταπολίτευση.

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»

Χωρίς τίτλο

 

 

  1. Έθνος – Λαός – Κράτος

Έθνος ονομάζουμε ένα σύνολο ανθρώπων οι οποίοι μοιράζονται μεταξύ τους κοινά γνωρίσματα που τους διακρίνουν ως σύνολο από άλλα εθνικά σύνολα.Συνήθως τέτοια κοινά γνωρίσματα θεωρούνται η γλώσσα, η θρησκεία, οι κοινές παραδόσεις κ.λπ.

Αυτός ο ορισμός όμως δεν είναι πάντοτε τόσο προφανής όσο φαίνεται.Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, οι Μουσουλμάνοι της Θράκης ή οι εναπομείναντες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ανήκουν στο ελληνικό έθνος; Επίσης, οι Ελβετοί, παρότι έχουν τρεις διαφορετικές γλώσσες, αποτελούν ενιαίο έθνος; Οι λαοί της Λατινικής Αμερικής από την άλλη, αν και μοιράζονται την ίδια γλώσσα και θρησκεία, αποτελούν, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν και αισθάνονται, διαφορετικά έθνη;

Το χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του ορισμού του έθνους είναι ότι παρουσιάζει τα εθνικά γνωρίσματα με τρόπο που προβάλλεται η αντικειμενική διαπίστωσή τους ακόμη και από κάποιον τρίτο, που συνήθως είναι μια κρατική εξουσία, προκειμένου να επιβάλει στην πράξη τους αντικειμενικούς εθνικούς προσδιορισμούς στους πληθυσμούς που ελέγχει. Η ακραία αντικειμενική περί έθνους θεωρία (ρομαντικής και γερμανικής καταγωγής) κατέληξε ιστορικά στον υπερεθνικισμό, τον ρατσισμό και τον φασισμό. Το έθνος διαχωρίζεται έτσι από τον λαό και γίνεται αντιληπτό ως μια πολιτιστική έννοια, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί αποκλειστικά με τρόπο αντικειμενικό, δηλαδή ανεξάρτητα από τις θελήσεις των ανθρώπων που το απαρτίζουν.

Τι απουσιάζει, λοιπόν, σ’ αυτήν τη θεώρηση; Το υποκειμενικό στοιχείο, το στοιχείο του αυτοπροσδιορισμού. Τι είδους εθνική ταυτότητα επιθυμούν οι άνθρωποι να έχουν, πέρα από τα αντικειμενικά τους χαρακτηριστικά (κληρονομικά ή πολιτιστικά); Επιθυμούν να είναι Έλληνες, Ελβετοί ή Αργεντινοί; Το έθνος,

έτσι, γίνεται αντιληπτό, όπως έλεγε ο Ρενάν, ως «καθημερινό δημοψήφισμα». Αυτή η υποκειμενική αντίληψη για το έθνος προέρχεται από τον Διαφωτισμό, διαδόθηκε με τη Γαλλική Επανάσταση και ταυτίζει τον λαό με το έθνος -τη συναντάμε και στα ελληνικά συντάγματα μέχρι το 1952- πριν η ρομαντική ιδέα διαχωρίσει τους δύο όρους. Έτσι, το έθνος ορίζεται όχι ως πολιτιστική αλλά ως πολιτική έννοια σε συνάρτηση με τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη, ταυτόσημη με την έννοια του λαού, όπως ειπώθηκε. Με αυτό τον τρόπο κατανοούν τον όρο, για παράδειγμα, οι πολίτες των ΗΠΑ.

 

Του Τίμου Σουρβά

Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με τρεις έννοιες οι οποίες, αν και βρίσκονται σε άμεση συνάφεια μεταξύ τους, χρησιμοποιούνται συνήθως μεμονωμένα και ενίοτε για προπαγανδιστικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σημαντικές παρανοήσεις ως προς το πραγματικό περιεχόμενό τους. Πρόκειται για τις έννοιες του «έθνους», της «φυλής» και του «εθνικού κράτους».

Η έννοια της φυλής αναφέρεται στα κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά και στην κοινή ανθρωπολογική καταγωγή μιας ομάδας πληθυσμού, στο «αίμα», όπως λέμε στην καθομιλουμένη. Η φυλετική καταγωγή, η οποία συχνά είναι πολυσύνθετη, αν και αποτελεί μια βιολογική πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαπιστωθεί επιστημονικά, ίσως και ανέφικτο. Συνεπώς, είναι και μια έννοια νομικά μη μετρήσιμη. Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται ουσιαστικός λόγος διερεύνησης της φυλετικής καταγωγής στα πλαίσια της νομικής ή της πολιτικής επιστήμης, εφόσον αυτή, ως apriori διαμορφωμένο στοιχείο, δεν έχει κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Η έννοια της φυλής έχει, ωστόσο, τη δική της αξία ως όρος στην επιστήμη της ανθρωπολογίας.

Η έννοια του έθνους, από την άλλη, ως ιστορικός-κοινωνιολογικός όρος, αποτελεί την ιστορική μετεξέλιξη της φυλετικής κοινότητας. Όταν η φυλή συνειδητοποιήσει την αυτοτελή υπόστασή της σε σχέση με τις υπόλοιπες φυλές και προσδιορίσει τα στοιχεία που την διαφοροποιούν από αυτές, στα πλαίσια ενός συγκροτημένου συστήματος γενικών αρχών και αξιών, μετατρέπεται σε έθνος. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να ορίσουμε το έθνος ως την «ενσυνείδητη» εκδήλωση της φυλετικής κοινότητας. Ο σχηματισμός ενός έθνους, χρονικά απροσδιόριστος, έχει πάντοτε ως σημείο αναφοράς μία προϋπάρχουσα φυλή. Παρά ταύτα, το έθνος δε συνιστά μια έννοια στατική. Αντιθέτως, ως ιστορικό και όχι βιολογικό φαινόμενο, υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη και μεταβάλλει εν μέρει και μέσω σταδιακής ενσωμάτωσης τα χαρακτηριστικά του, τόσο σε επίπεδο φυλετικής σύνθεσης, όσο και σε επίπεδο πολιτισμικής ταυτότητας. Κατά συνέπεια, ευστόχως σήμερα θα προσδιορίζαμε το έθνος περισσότερο ως ένα είδος πολιτισμικής κοινότητας, που μόνο ιστορικά μπορεί να αναφέρεται σε φυλετικά κριτήρια.

Αυτό βέβαια, δε σημαίνει πως ο καθένας μπορεί να ενταχθεί οργανικά σε ένα έθνος με νομικές διαδικασίες, για τον απλό λόγο πως η εθνική συνείδηση προϋποθέτει την εξοικείωση σε ένα συγκεκριμένο modusvivendi, από γεννήσεως. Συνεπώς, οι σύγχρονες διαδικασίες πολιτογράφησης μόνο πολιτικά υποκείμενα ενός έθνους-κράτους («υπηκόους») μπορούν να δημιουργήσουν και όχι να προσδιορίσουν μια διαδικασία εθνικής ενσωμάτωσης, που απαιτεί πολύ πιο μακροχρόνιες και ουσιαστικές διαδικασίες, απ’ ότι η «πενταετής παραμονή», η «γνώση της γλώσσας» και άλλα συναφή νομικά κατασκευάσματα.

Η έννοια του έθνους, σε αντίθεση με το μύθο που προβάλλει η διεθνιστική προπαγάνδα, δεν αποτελεί απότοκο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, ούτε εμφανίστηκε τους τελευταίους δύο αιώνες. Πρόκειται για έναν όρο πανάρχαιο, που συναντάται αυτούσιος ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. στα «Ορφικά» («οθνία»), ενώ έναν αιώνα αργότερα ο ιστορικός Ηρόδοτος μας δίνει και τον πρώτο ορισμό του έθνους: το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον», το «ομόθρησκον», το «ομότροπον». Ο ορισμός αυτός δεν είναι βέβαια απόλυτος και ούτε μπορούμε να πούμε πως ανταποκρίνεται πλήρως στη σύγχρονη πραγματικότητα, καταδεικνύει ωστόσο την ενιαία εθνική συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό τους. Αξίζει να σημειωθεί πως ο όρος «έθνος» απαντάται αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσακαι άλλες γλώσσες χρησιμοποιούν την ελληνική γλωσσολογική ρίζα, προκειμένου να αναφερθούν σε αυτό (αγγλ. “ethnicity”).

Ο ξενικός όρος “nation” (<λατ. nascere = γεννιέμαι), στον οποίο στηρίζονται τα μυθεύματα των απανταχού διεθνιστών, δεν αναφέρεται στο έθνος, αλλά στο εθνικό κράτος, που πράγματι αποτελεί γέννημα της Γαλλικής Επανάστασης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Πρόκειται στην ουσία για την οργάνωση του κράτους στη βάση της εθνικής κοινότητας, που δρομολογήθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών του μεσαίωνα, οι οποίες στήριζαν την εύθραυστη συνοχή τους στις «ελέω Θεού» δυναστείες των μοναρχών που τις κυβερνούσαν, ένα αμιγώς συμβατικό και εξωλογικό στοιχείο. Σε αντίθεση, το εθνικό κράτος στηρίζει τη συνοχή του στο πραγματικό στοιχείο της ύπαρξης εθνικών κοινοτήτων και αξιακών συστημάτων που τις συνοδεύουν, καθώς και στο απαράγραπτο δικαίωμα των εθνών να καθορίζουν τα ίδια τη μοίρα τους (εθνική αυτοδιάθεση και λαϊκή κυριαρχία). Το εθνικό κράτος απέδειξε στην πορεία την αντοχή του στο χρόνο, προβάλλοντας σήμερα ως η αποτελεσματικότερη μορφή κρατικής οργάνωσης. Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό δεν είναι άλλη, από τη μετέπειτα δημιουργία και τεχνητών «εθνών» σε πολύ-φυλετική βάση (όπως το αμερικανικό, το βελγικό κ.ά.), εκεί όπου η δημιουργία εθνικού κράτους ήταν αδύνατη, λόγω της εθνο-φυλετικής ποικιλομορφίας.

Ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα που ανέκυψαν μετά τον Β’ Π.Π. είναι το κατά πόσο η ύπαρξη εθνικών κρατών είναι συμβατή με τις σύγχρονες διακρατικές ενώσεις, τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απάντηση είναι ναι, υπό προϋποθέσεις. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε πως το βασικό πλεονέκτημα της εθνικιστικής (ή «εθνιστικής», για όσους αισθάνονται άβολα με τον πρώτο όρο) ιδέας, δεν είναι άλλο από τη δυνατότητα αυτό-υπέρβασής της. Με άλλα λόγια, οι επιμέρους ευρωπαϊκοί εθνικισμοί κάθε άλλο παρά ασύμβατοι είναι με έναν ευρωπαϊκό μετα-εθνικισμό, που ίσως να αποτελεί και τον εξελικτικό προορισμό τους. Στις σχέσεις εθνικού κράτους και Ε.Ε. θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σε επόμενο άρθρο.

 

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: