H τοποθέτηση του Πάρι Κουκουλόπουλου κατά τη συζήτηση του προυπολογισμού στη βουλή

By on 19/11/2013
Κουκουλόπουλος

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν ξέρω γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε μία συζήτηση που ενώ αφορά την ουσία του πολιτεύματος και του κορυφαίου θεσμού που είναι το Κοινοβούλιο, αν δεν γίνει δεκτή η έκκληση του Προέδρου του Σώματος του κ. Μεϊμαράκη, θα περάσει με ψήφους, με το τεκμήριο της πλειοψηφίας.

Πραγματικά απορώ γιατί. Τι σημαίνει, «Καταψηφίζω τον Προϋπολογισμό ενός Οργανισμού, ενός Σώματος»; Έχοντας διατελέσει πολλά χρόνια επικεφαλής Οργανισμού, γνωρίζω ότι χωρίς προϋπολογισμό ένας Οργανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει. Για ποιο λόγο και με ποιες προτάσεις γίνεται αυτό; Για να προφυλάξουμε τους εαυτούς μας από μία κριτική που ενδεχομένως θα ασκηθεί στα δελτία των 20.00’; Ας μιλήσουμε καθαρά.

Λυπάμαι που ξεκινάω έτσι. Επικαλούμενος, όμως, ξανά την εμπειρία μου και την προηγούμενη ιδιότητά μου ως επικεφαλής Οργανισμού, οφείλω -γιατί γνωρίζω- να ξεκινήσω απονέμοντας τα εύσημα σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους της Βουλής γι’ αυτό που αποτυπώνεται στον Προϋπολογισμό που σήμερα καλούμαστε να ψηφίσουμε, γι’ αυτό που ο καθένας από εμάς βιώνει ως Βουλευτής, είτε μεμονωμένα είτε ως μέλος κοινοβουλευτικής ομάδας. Πραγματικά, τέσσερα χρόνια τώρα βλέπω μέσα στη Βουλή -εγώ δεν έχω την εμπειρία του κ. Κακλαμάνη που μίλησε νωρίτερα- τις υπηρεσίες διαρκώς να βελτιώνονται, υπηρεσίες προς εμάς, για να ασκήσουμε το έργο.

Θέλω πραγματικά να απονείμω απολύτως συνειδητά και όχι λόγω τυπικής υποχρέωσης, τα εύσημα, τα «ευχαριστώ», τα συγχαρητήρια από όλους μας και από μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ στο προσωπικό της Βουλής διά μέσου των στελεχών, που με επικεφαλής το Γενικό Γραμματέα και το Γενικό Διευθυντή παρίστανται σήμερα εδώ στη συζήτησή μας.

Όποιος έχει μια στοιχειώδη γνώση και εμπειρία από λειτουργία Οργανισμών, καταλαβαίνει τι σημαίνει να βελτιώνεται η λειτουργία μιας Υπηρεσίας, την ώρα, μάλιστα, που τα φυσικά πρόσωπα που συναποτελούν αυτή την Υπηρεσία έχουν υποστεί δραματικές μειώσεις στις αποδοχές τους.

Πρόκειται πραγματικά για ένα μήνυμα προς όλη την ελληνική κοινωνία που έχουμε την υποχρέωση από το Βήμα της Βουλής να το τονίσουμε και να το μεταφέρουμε. Πραγματικά σας ευχαριστούμε.

Ξεκίνησα από το προσωπικό της Βουλής, γιατί το προσωπικό της Βουλής έχει βρεθεί στο επίκεντρο μιας σφοδρής πολεμικής κριτικής και από την κοινωνία και από τα μέσα ενημέρωσης τα προηγούμενα χρόνια, στο όνομα περισσοτέρων αποδοχών από άλλους τομείς του δημοσίου ή στο όνομά του ότι μέχρι πριν από μία περίοδο δεν υπήρχε ΑΣΕΠ στις διαδικασίες πρόσληψης του προσωπικού.

Κι, όμως, υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις στο δημόσιο -ΕΛΠΕ, ΟΠΑΠ- που έχουν πολλαπλάσιους μισθούς των δώδεκα ή δεκατεσσάρων. Δεν ακούμε τόσο συχνές αναφορές για αυτούς. Και υπάρχει τεράστιο πρόβλημα -«όνειδος της Ελληνικής Δημοκρατίας» το είχα χαρακτηρίσει πριν από λίγο καιρό- με την ομηρία των συμβασιούχων και με τους οκταμηνήτες συμβασιούχους που μένουν ολόκληρα χρόνια στο δημόσιο. Και γι’ αυτούς λιγότερη κουβέντα γίνεται.

Μάλιστα, υπάρχουν στη Βουλή συνάδελφοί μας, οι οποίοι κάθονται στα έδρανα, που επί χρόνια έδειξαν ιδιαίτερες επιδόσεις στο να κερδίζουν δίκες όπου ένας οκταμηνίτης δεν σταματούσε να δουλεύει ποτέ. Και, μάλιστα, βγάζουν και πύρινους λόγους μέσα στη Βουλή. Ούτε γι’ αυτούς δεν γίνεται κουβέντα. Κουβέντα γίνεται μόνο για το προσωπικό της Βουλής.

Προφανώς και ως μέλος του ΠΑΣΟΚ είμαι υπερήφανος για το «νόμο Πεπονή», το ν. 2190, που καθιέρωσε το ΑΣΕΠ. Και προφανώς μάχομαι και επιδιώκω να ισχύει καθ’ ολοκληρία παντού.

Επίσης, μάχομαι για να υπάρχουν οι λιγότερες δυνατόν εξαιρέσεις στο μισθολόγιο.

Πιστεύω, όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πως θα συμφωνήσουμε όλοι ότι η επίθεση που γινόταν στο προσωπικό της Βουλής στόχευε τελικά κατευθείαν στον ίδιο το θεσμό. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που βρέθηκαν οι υπάλληλοι της Βουλής στο στόχαστρο και το πλήρωσαν τελικά ακριβά με την τόσο μεγάλη μείωση των αποδοχών τους. Ακριβώς γιατί στόχος συγκεκριμένων κύκλων ήταν, είναι και θα είναι η Βουλή.

Για αυτό και πιστεύω ότι τα κόμματα -και εξαιρώ, όσο και αν διαμαρτύρεται, τη νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, γιατί δεν με έχει πείσει ακόμη ότι είναι κοινοβουλευτική δύναμη και πιστεύει στην αστική Κοινοβουλευτική  Δημοκρατία- πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις τοποθετήσεις μας, όταν προσεγγίζουμε θέματα που σχετίζονται με το Κοινοβούλιο εν γένει και με τις αποζημιώσεις των Βουλευτών.

Υπάρχει μια συγκεκριμένη ατζέντα: Οι αποζημιώσεις των Βουλευτών είναι κομμάτι μιας ημερήσιας διάταξης που έχει επικρατήσει στη χώρα εδώ και είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια. Περιορισμένες θητείες, κυβερνήσεις τεχνοκρατών, όχι στη χρηματοδότηση των κομμάτων, αντιμετώπιση του Βουλευτού ως ενός μισθωτού, τι γίνεται με την αποζημίωση. Υπάρχει συγκεκριμένη ατζέντα. Και ξέρουμε καλά ποιοι την προωθούν. Νομίζω ότι όλοι ξέρουμε. Είναι όλοι αυτοί που θέλουν να ποδηγετήσουν καθολικά το πολιτικό σύστημα της χώρας για να διαφεντεύουν οι οικονομικά ισχυροί με τα κανάλια τους. Είναι πολύ απλό. Είναι πάρα πολύ καθαρό αυτό που συμβαίνει όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα.

Το ζήτημα της χρηματοδότησης των κομμάτων δεν είναι ένα ζήτημα του συρμού, όπως πολλές φορές επιπόλαια ακούμε να αναπαράγεται ο διάλογος και από το Βήμα της Βουλής. Δεν με εκπλήσσει αυτό που προτείνει μήνες τώρα η Χρυσή Αυγή, να διακοπεί η χρηματοδότηση των κομμάτων. Αυτή είναι μια τελείως άλλη, αντικοινοβουλευτική αντίληψη. Με ξενίζει, όμως, να ακούω από κοινοβουλευτικά κόμματα ένα πυρ ομαδόν για τη χρηματοδότηση των κομμάτων ή προβληματισμούς και να βάζουν μπροστά το δημοσιονομικό ζήτημα της χώρας, όταν τα κόμματα δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο παρά ο οργανωτικός μηχανισμός εμπέδωσης της λαϊκής κυριαρχίας. Γι’ αυτό ακριβώς και χρηματοδοτούνται.

Και από το ελληνικό Σύνταγμα του ’74, που καθιέρωσε τη χρηματοδότηση τους, εγώ παρακαλώ κάθε συνάδελφος -εγώ το έκανα όταν εκλέχθηκα Βουλευτής- να διαβάσει την εισηγητική έκθεση κι ένα μνημειώδες άρθρο του Δημήτρη Τσάτσου -που ήταν τότε στην ομάδα που ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αναθέσει εκπόνηση του Συντάγματος- για να δουν την τεκμηρίωση της χρηματοδότησης των κομμάτων και όχι να καθιστούμε αγοραία έννοια από το Βήμα της Βουλής τη χρηματοδότηση των κομμάτων.

Και τα κόμματα, βέβαια, δεν είναι λόμπυ ή σύλλογοι, άσχετα αν με ευθύνη τους -στην οποία πολλοί από εμάς μπορεί να συμμετείχαμε και προσωπικά- τα κόμματα πολλές φορές έχουν χάσει το τεκμήριο της αξιοπιστίας απέναντι στους πολίτες.

Στη συγκεκριμένη, όμως, αστική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία έχουν συγκεκριμένο ρόλο και προορισμό. Γι’ αυτό και χρηματοδοτούνται. Για να μην πέφτουν στον πειρασμό να αναζητούν από αφανείς πηγές πόρους. Για το λόγο αυτό χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Επίσης, οι Βουλευτές εκλέγονται, δεν διορίζονται για να μιλάμε για θητείες.

Επίσης, ξέρω πολλούς λαμπρούς τεχνοκράτες και σήμερα που τιμούν πραγματικά τον ελληνικό λαό και αυτούς που τους εμπιστεύθηκαν να τους αναθέσουν καθήκοντα.

Όλη αυτή η διαδικασία, όμως, που λέει, «Τι γυρεύουν αυτοί που εκλέγονται να διοικούν τη χώρα;», είναι μια συγκεκριμένη διαδικασία η οποία αναγκάζει να πει κανείς πού απολογείται ο πολιτικός και πού ο τεχνοκράτης.

Στην καλύτερη των περιπτώσεων ο τεχνοκράτης απολογείται στην επιστήμη του, στη συνείδησή του, ακόμη και σε έναν λόγο τιμής σε εκείνον που τον όρισε.

Ο αιρετός απολογείται και στο κόμμα του –και είναι πολύ καλό να απολογείται και στο κόμμα του- και πρώτα απ’ όλα στους εντολείς του που είναι οι εκλογείς του, οι πολίτες δηλαδή.

Δεν βάζω σε αντιπαράθεση αυτά τα δύο, επ’ ουδενί. Απλά, θέλω να γίνει κατανοητό αυτό που προσπαθώ να πω από το Βήμα της Βουλής: Το ζήτημα των αποζημιώσεων που μετατρέπονται ξαφνικά σε μισθό και βάζουμε λογικές πόσο φορολογείται και πόσο δεν φορολογείται, είναι μέρος αυτής της ατζέντας που τη διακινούν συγκεκριμένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εδώ και είκοσι, είκοσι πέντε χρόνια, από τότε που μπήκαμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή στην εποχή της κυριαρχίας των αγορών έναντι της πολιτικής και αυτού του αδυσώπητου πολέμου που μέχρι σήμερα συνεχίζεται και στην οποία, βέβαια, κάθε χρόνο τέτοιο καιρό συμμετέχουν και κάποιοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, που κατά τα άλλα ακόμα δεν έχουν εξηγήσει γιατί το όνομά τους βρέθηκε σε λίστες SIEMENS. Το είπε και ο κ. Κακλαμάνης νωρίτερα. Δεν το έχουν εξηγήσει αυτό, αλλά βγαίνουν κάθε φορά να υποδείξουν τι πρέπει να κάνουν όλοι οι υπόλοιποι Βουλευτές. Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Και θα έπρεπε να το αξιολογούν αυτό όλοι οι συνάδελφοι που με απίστευτη ευκολία και επιπολαιότητα λένε ό,τι λένε.

Άκουσα με έκπληξη από την Αξιωματική Αντιπολίτευση το φοβερό γιατί παραχωρούμε στους πρώην Προέδρους και πρώην Πρωθυπουργούς γραφεία και την όποια, εν πάση περιπτώσει, υποστήριξη. Σοβαρά το λέτε αυτό; Τον Κίσινγκερ -αν θέλουμε να μιλάμε για ώριμες δημοκρατίες- ακόμα τον ακούμε να είναι ειδικός διαπραγματευτής σε συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη.

Ένα από τα προβλήματα που δεν μπόρεσε να λύσει ακόμα η Ελληνική Δημοκρατία είναι ότι όλους τους «πρώην» -που αμισθί έπρεπε να τους παρέχει τη δυνατότητα να προσφέρουν διαρκώς, εφ’ όρου ζωής- όταν φύγουν από το θεσμό, τον οποίο υπηρετούν, τους συμπεριφέρεται ως «τέως» με έναν τρόπο εντελώς απαξιωτικό.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΦΙΛΗΣ: Δώστε κι εδώ ένα γραφείο στον Κίσινγκερ!

ΠΑΡΙΣ ΚΟΥΚΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω είμαι κατανοητός.

Κύριε Παφίλη, αν σας ενοχλεί που οι πρώην Πρωθυπουργοί έχουν ένα γραφείο στη Βουλή, να ανεβείτε στο Βήμα της Βουλής και να το πείτε. Αυτό είπα εγώ. Εγώ είπα ότι αντίθετα, σε άλλες δημοκρατίες, αυτούς που έχουν διατελέσει, εξακολουθούν να τους αξιοποιούν και να εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα τους και τη γνώση τους. Αυτό είπα.

Κι αν θέλετε, προτιμώ αυτό από μία δημοκρατία από κάποιους πρώην  Πρωθυπουργούς στην Ευρώπη οι οποίοι γίνονται έμμισθοι σύμβουλοι σε κάποιες χώρες. Το λέω πάρα πολύ καθαρά. Εσείς ανεβείτε στο Βήμα να μας πείτε τι προτιμάτε από τα δύο. Εσείς, βέβαια, προτιμάτε κάτι άλλο, μια άλλη κατάσταση.

Εγώ, λοιπόν, ολοκληρώνοντας, κύριε Πρόεδρε, θέλω να πω ότι το επίμαχο ζήτημα των αποζημιώσεων των Βουλευτών δεν είναι ούτε προσωπικό ζήτημα κανενός μας, ούτε συγκυριακό. Είναι ζήτημα ποιότητας της Δημοκρατίας, είναι ζήτημα αντίληψης για το ρόλο του Βουλευτή, για το ρόλο των κομμάτων, για την ανεξαρτησία του Βουλευτή. Συμπεριλαμβάνει όλα όσα ειπώθηκαν από τον Πρόεδρο του Σώματος σήμερα και έχουν σχέση με το Ζ’ ψήφισμα.

Αυτή η συζήτηση περιλαμβάνει, επίσης, και το γεγονός ότι προφανώς και δεν είμαστε ίδιοι όλοι οι Βουλευτές και σε σχέση με το πώς ασκούμε τα καθήκοντά μας και σε σχέση με την κατάσταση του καθενός. Κυρίως, όμως, έχει ενταθεί αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των Βουλευτών ως φυσικών προσώπων από την ημέρα που υπήρξε η άρση του ασυμβιβάστου με την επαγγελματική ενασχόληση. Άλλοι ασκούν επάγγελμα και άλλοι είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης Βουλευτές.

Άρα, λοιπόν, αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει επιπόλαια.

Εγώ, κύριε Πρόεδρε, προτείνω, αν θέλουμε να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση και όχι κάτω από την πίεση κάποιων δελτίων των 20.00’, να γίνει μία προεργασία στη Διάσκεψη των Προέδρων και να έρθουμε να συζητήσουμε ήρεμα, μόνοι μας, με δική μας πρωτοβουλία, τι ακριβώς ισχύει, τι συμβαίνει, τι επιπτώσεις έχει. Δεν νομίζω ότι κανένας μας θα αρνηθεί να ψηφίσει μία πρόταση -επιθυμητό θα ήταν να είναι και ομόφωνη- η οποία θα έχει μία λογική και θα στέλνει ένα μήνυμα στην κοινωνία οργανωμένα και όχι για δημιουργία εντυπώσεων να συμπαρασύρουμε ένα ολόκληρο μισθολόγιο που ξεκινάει από τον Άρειο Πάγο, φτάνει μέχρι την ηγεσία του στρατεύματος -έμμεσα, όχι άμεσα- και πάει λέγοντας, έτσι για να γίνουμε αρεστοί σε κάποια δελτία.

Τελειώνοντας, κύριε Πρόεδρε, θα μιλήσω για το ζήτημα των προνομίων και το περίφημο θέμα των διοδίων, αν και δεν με αφορά προσωπικά. Εμείς που χρησιμοποιούμε αεροπλάνο από τη Βόρεια Ελλάδα, πληρώνουμε για τα διόδια. Και καλώς τα πληρώνουμε. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζήτημα. Εγώ θέλω να πω στους συναδέλφους που θεωρούν και αυτό προνόμιο, ότι εγώ στις μετακινήσεις μου ως Βουλευτής από τον τόπο μου ένα προνόμιο έχω: Περνάω την Εγνατία Οδό, μπαίνω στο ανακαινισμένο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης, προσγειώνομαι στο υπερσύγχρονο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και παίρνω το μετρό ή την Αττική Οδό. Και καθ’ οδόν από Κοζάνη προς Θεσσαλονίκη και από το αεροδρόμιο προς το κέντρο της Αθήνας περνάω από δημόσια νοσοκομεία του ΕΣΥ, όπου προφανώς συναντώ συμπολίτες που είναι και σε απόγνωση πολλές φορές. Δεν είναι προνόμιο της Αντιπολίτευσης να κάνει τέτοιες συναντήσεις και διαπιστώσεις. Λέω, όμως, ότι η πορεία της χώρας είναι μια συγκεκριμένη πορεία στην οποία κάποιοι ήταν σταθερά απέναντι κι έτσι έκαναν καριέρα.

Γι’ αυτό και με τέτοια απίστευτη επιπολαιότητα και θεσμική απρέπεια κάλεσαν χθες τους Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να καταψηφίσουν την Κυβέρνηση. Θα πάρετε απάντηση την Τετάρτη το μεσημέρι στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας.

Ευχαριστώ

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: