Ποντιακές λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση: Ο γραίον – ‘Ακσέστεν – Εσκάλωσαν – Έπρεπε με – Ελείφτασεν – Εσουφρώθαν

By on 15/03/2022
Δέσποινας Μιχαηλίδου -Καπλάνογλου
Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους και αποτελεί απόσπασμα σατυρικού ποιήματος (Αο μέρος )
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
“Ο γραίον και η γραία
‘Ακσέστεν μίαν ντ’ έπαθαν ο γραίον και η γραία,
εσκάλωσαν και έλεγαν ντ’ έποιναν σά παλαία.
-‘Εξέρ’ τς, λέει ατον η γραία,
αστ’ επαίρα σε μαλέα, άρ ατότε κουσούρ’ ‘κ’ είχα, τ’ εμορφιάδας όλια είχα.
Τ’ οφρύδια μ’ έταν γαϊτάνια κι είχα έμορφα κερτάνια, το στόμα μ’ έτον μικρόν, το πρόσωπο μ’ στρογγυλόν και τσαχούρια τ’ όμματόπα μ’ κι άμον αίμαν τα χειλόπα μ’.
“Έπρεπε με βασιλέας, γιόκ άμον εσέν σιαφλέας. Τ’ ώτία σ’ άμον καλάθια, τα γένια σ’ άμον χωράφια.
“Αρ εκούζεψεν ο γραίον.
Ναι κουτσή, λέει, μαλλιαρία, τσί θ’ έπαιρνε σε, γιά πέ με, άρ εσέν την τσιμπλιαρίαν;
Τά μαγλόπα σ’ έσουφρώθαν, ελείφτασεν τ’ αχουλόπο σ’ α”Αγρια-άγρια ντό τερείς, να μασάς: πα ‘κ’ επορείς.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
“Ο γέρος κι η γριά
‘Ακούστε ο γέρος κι η γριά μια μέρα, τι έπαθαν, θυμηθήκαν τα νιάτα τους και λέγανε τι κάναν.
Ξέρεις του λέει η γριά,
όταν σε πήρα βρε φτωχέ , κουσούρι τότε δεν είχα και τα κάλλη όλα είχα.
Τα φρύδια μου ήταν σαν γαϊτανάκι, κάτασπρα σαν καρεδάκι και μικρό το στοματάκι, στρογγυλό το προσωπάκι και τσακίρικο ματάκι και σαν αίμα τα χείλη μου.
Με άξιζε βασιλιάς!Όχι σαν εσένα σαλιάρης.
τ’ αυτιά σου σαν καλάθια και τα γένια σου, σαν χωράφια!
Θύμωσε ο γέρος.
Βρε κορίτσι μου λέει μαλλιαρή , ποίος θα σ’ έπαιρνε, για πες μου εσένα που είχες μάτια με τσίμπλες ,τα μάγουλα σου ζάρωσαν , λιγόστεψε το μυαλό σου.
Γιατί κοιτάς άγρια ,άγρια και να μασήσεις δεν μπορείς.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ο γραίον – ‘Ακσέστεν. – Εσκάλωσαν – Έπρεπε με – Ελείφτασεν – Εσουφρώθαν,- .
********************************************
1.Γραίον
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :. Γέρων
Ετυμολογία Γραῖος < συγκεκομμένη μορφή του γεραιός
γεραιός < γέρων
Θυλ. γραῖα < γραῖος ή από το γεραιά
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ο γέρος ηλικιωμένος παλιός μαραμένος
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Γηραιά , γηραία, γέροντας .
*****************************************************
2. ‘Ακσέστεν.
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Ακούω
Ετυμολογία : Ακουστός < ακούω < αρχαία ελληνική ακούω
ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος
Στην νεοελληνική αποδίδεται: ‘Ακούστε
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ακουστικά , ακουστικός ,ξακουστός.
*****************************************************
3. Εσκάλωσαν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Σκάλλω
Ετυμολογία Σκαλίζω σκαλίζω < ελληνιστική κοινή σκαλίζω < αρχαία ελληνική σκάλλω και Αγαλω.αγαλιασμαν.
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Θυμήθηκαν αναδεύω, ανακινώ σκαλίζω, σκάβω
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ανασκαλεύω ,
******************************************** ********************
4.. Έπρεπε με
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Πρέπω + με (εμένα )
Ετυμολογία πρέπει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπει (είναι ταιριαστό), γ΄ ενικό του αρχαίου ρήματος πρέπω (απρόσωπη χρήση)[1]
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Πρέπει=Ταιριάζει, αρμόζει
Σύνθετη ή συγγενής λέξη :
• διαπρέπω ἐκπρέπω ἐνδιαπρέπω ἐπιπρέπω εὐπρεπέω εὐπρεπίζω
********************************************
5. Ελείφτασεν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :. Λείπω
Ετυμολογία λειψός < μεσαιωνική ελληνική λειψός
λείπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λείπω] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω)
λείπω ήδη τύπος στη μυκηναϊκή 𐀩𐀦 (re-qo-me-no, λειπόμενοι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω).
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Είν’ λειψό αμετάβατο) λείπω, απουσιάζω ) εγκαταλείπω
• αφήνω κληρονομιά
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : λειψός,ελλειπής.
*****************************************************
6 .’ Εσουφρώθαν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Σούφρ(α) + -ώνω
Ετυμολογία : σουφρώνω < σούφρ(α) + -ώνω
σούφρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σούφρα < υστερολατινική *sup(p)la β μηχανικός εμπορικού ναυτικού (γονυκλισία) < λατινική supplicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος supplico (εκλιπαρώ, ικετεύω) < sub + plico (διπλώνω, κάμπτω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ-
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Σούφρωσε ,δημιουργώ σε κάτι σούρες, ζάρες, ρυτίδες, πτυχές κ.λπ.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : σούφρωμα σουφρώνω =κλέβω
σούφρα =είμαι τυχερός.

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: