giapraki.com

Oυ…Χάλαζας (του Λ. Παπασιώπη)

Του Λεωνίδα Παπασιώπη

 

Ενας τύπους που άφκιν ιπουχή τα παλιά τα χρόνια, ήταν κι ου Χάλαζας.


Πού να τουλμούσιν καένας να τουν πειράξ!

Θα έπιρνιν ένα κι ένα ν’ απάντησ’ που τουν χράζουνταν.


Είχιν καταπιαστεί μι πουλλές δλές κι στου τέλους άνξιν γαλατάθκου. Τουν κουρόϊδιψαν σν αρχή καναδυό, γιατί στου κάθι σπίτ τότι είχαν ή γίδα ή γιλάδα, αυτός όμους ίγλιπιν ότι είχιν αρχίσ’ νάχ’ τρανή κίνησ’ η Κόζιαν’, κι πουλλοί ξέν’ πάαιναν κι έρχουνταν κι η δλειά τ’ έπιασιν κι μι του παραπάν’.


Σαν ήρθιν το Ιλληνικό οι Αρχές ήθιλαν να βάλν τάξ’ κι έβγαλαν αυστηρές διαταγές για πουλλά πράγματα. Ανάμισα στ’ άλλα πουλύ αυστηροί ήταν στου ζήτημα τς καθαριότητας. Οχ’ όπους ήξιραν οι Κουζανιώτδις, βουϊνιές ιδώ κι ικεί κι πέτσις απο καρπούζια κι απού πιπόνια στου δρόμου. Ολα έπριπιν νάνι καθαρά κι πρου παντός τα καφινεία, τα ζαχαρουπλαστεία κι τα γαλατάθκα.


Ετσ’ βρήκιν του μπιλιά τ’ ου Χάλαζας μι τς παρατηρήσεις, που τουν έκαμναν κάθι τόσου οι χουρουφυλάκ’. Ωσπου μια μέρα τουν έκαμαν κι μήνυσ’ γιατί βρήκαν στου μαγαζί τ’ αράχνις.


Δεν ήξιριν ου Χάλαζας τι θα πεί αυτό του πράγμα. Ρώτσιν κι έμαθιν κι προτού γέν’ η δίκ’ πήγιν κι έκαμιν ιπιθιώρησ’ στου Δικαστήριου που είχιν ιγκατασταθεί πρόχειρα τότι στου ξινουδουχείου “Νέα Ιλλάς” απέναντι π’ τουν Αη Νικόλα, ικεί που είνι τώρα η Ιμπουρική Τράπεζα.


Στου δουμάτιου π’ δίκαζαν, ουπάν απ’ τις έδρις τουν δικαστών κι τν εικόνα του Χριστού είιδιν ένα σουρό αράχνις.

Τηλ ‘μέρα τς δίκης σαν ήρθιν η αράδα τ’ , τουν φώναξιν ο κλητήρας:


– Xάλαζας!

– Παρών!

– Ελα ιδώ! Τουν λέει ου Πρόεδρους. Τί λέει ιδώ του όργανου της τάξιους; Στου μαγαζί σ’ , π’ θάπριπιν να είνι του καθαρώτιρου απ’ όλα, βρήκιν αράχνις.

– Τί είνι αυτό, κυρ Πρόεδρε; Δεν ξέρου

– Αράχνις! Πώς να στα πώ;

Σ’κών’ του κιφάλ’ ου Χάλαζας κι δείχν’ στου ταβάν’.

– Μήπους είνι σαν αυτές ιά, ιά, κύριε Πρόεδρι;

– Ε! Ναί! Λέει ταραγμένους ο Πρόιδρους.

– Α! Αυτές είνι! Να μι συμπαθάς! Ιμείς δεν τς λέμι αράχνις αυτές. Τις λέμι μπαϊγκουφουλιές!

– Πήγαινε! Πήγαινε! Λέει ου Πρόιδρος, κι να φρουντίις νάσι καθαρός.


Τουν πήγαν κι δεύτιαρ φουρά στου Δικαστήριου.Τώρα για ισχρουκέρδεια κι νουθεία.

Ως τότι οι Κουζανιώτδις πλούσαν όσου ήθιλιν ου καθένας του κάθι πράγμα. Για να χπήσν αυτήν τν ασυδουσία οι Αρχές έβαλαν διατίμησ’ χουρίς όμους να μιλιτίσν καλά του πράγμα.

Τουν μήνυσαν λοιπόν τουν Χάλαζα ότι νιρών’ του γάλα.


– Ελα ιδώ! Τουν λέει ου Πρόιδρους σαν ήρθιν η αράδα τ’. Τί λέει ου χουρουφύλακας; Βάζεις νερό στο γάλα;

– Ιγώ κυρ’ προιδρι, έδουκα όρκουν κι ψέματα δε λέου. Δε βάνου νερό στου γάλα

– Μα πώς; λέει ου Πρόιδρους. Λέει κι η ανάλυσ’ ψέματα, που έδειξιν ότι του γάλα σ’ είχιν νιρό;

– Η ανάλυσ’ δε λέει ψέματα , κυρ Πρόϊδρι, μούγκι π’ τα λέει ανάπουδα. Δεν βάνου νιρό στου γάλα. Βάνου στου νιρό γάλα.

– Πώς; Πώς; λέει ου Πρόιδρους.

– Ναί, γάλα στου νιρό, ξαναλέει ου Χάλαζας. Αμ, Ιβλουγημέν’! Πρώτα πρέπ’ να βάλτι διατίμησ’ στς παραγουγοί κι ύστιρα σι μας. Πώς θέλτι να το πλώ ιγώ δύο δραχμές ν’ ουκά, αφου τ’ αγουράζου 4 απ’ τουν παραγουγό.

– Καλά, Καλά. Πήγαινε! Τουν είπιν κι έδουκιν ιντουλή να μιλιτηθεί του πράγμα.


Δε σταμάτσαν όμους οι δουσουληψίις τ’ Χάλαζα μι τα δικαστήρια. Τουν πήγαν κι για τρίτ’ φουρά.

Είχιν ιρθεί σην Κόζιαν’ ένα τσίρκου κι είχιν ιγκατασταθεί στου νουβουρό τ’ Χάλαζα, γιατί ήταν ου τρανίτιρους. Στέκιτι όμους τσίρκου στην Κόζιαν’; Ου κόσμους ήταν φτουχός κι όσ’ πάιναν, δεν έδουναν παράδις μα ό.τ’ είχιν ου καθένας. Αυγά, κότις, στιάρ κι άλλα είδη. Ωσπου έπισιν όξου οι ιπιχειρηματίας κι ένα βραδ’ τόσκασιν.

Πήριν τ’ άλλα ζώα κι άφκιν μούγκι ένα λιουντάρ’ στου κλουβί. Βρήκιν του μπιλιά τ’ ου Χάλαζας. Πήγιν στου Δήμαρχου κι κατάφιριν να διν’ τα χασαπλιά ότι χαλασμένα κρέατα είχαν. Δεν ήταν όμους μι μέρα κι δυό! Του λιουντάρ’ πνούσιν κι ήθιλιν να φάει. Ξαναπήγιν στου Δήμαρχου κι ήρθαν στα χέρια για του ζήτημα αυτό.

Ως πότι θα είχιν να κάμ’ κι αυτός μι του λιουντάρ’ τ’ Χάλαζα;


Κατέληξαν στα Δικαστήρια κι σα σέφκιν στν αίθουσα


– Πάλι ιδώ; τουν είπιν ου Πρόιδρους. Ολου μι σένα θάχουμι να κάνουμι;

– Δεν έρχουμι ιγώ, κυρ Πρόιδρι! Μι φέρν. Αυτό κι αυτό. Τί να κάμου; Μι τι να του θρέψου του λιουντάρ; Να τ’ αφήκου ιλέφτιρου κι να σας φάει όλνους σας, νηστικό καθώς είνι; Δεν φτάν’ που μι βάρσιν κανόν’ ου τσιρκατζής, κι δε μι έδουκιν πιντάρα, να ταϊζου κι του λιουνταρ’ τ’ ;

Σκέφκιν, ξανασκέφκιν ου Πρόιδρους, βρήκιν πως είχιν δικιου κι:

– Kαλά! Πήγινι! Τουν είπιν κι έδουκιν διαταγή να συνιδριάσν’ οι αρχές για να ιδούν τι θα κάμν μι του λιουντάρ’ .

Δεν ξέρου τι απόφασ’ πήραν, μα θαρώ τόστειλα στου Ζουουλουγικό Κήπο σν Ανθήνα.


Αυτά, κι μι του Χάλαζα!

 


 

(από τη συλλογή του “Χρόνου” )

______,___________________,_____

Lena


Αρθρογραφία Κοζάνης

 περισσότερα θέματα ΕΔΩ


Exit mobile version