Τα «Πέτρινα Χρόνια» του Αργύρη Καραμούζα

By on 07/10/2013

Στις 6 Οκτωβρίου 2012 πέθανε στην Αθήνα ο Αργύρης Καραμούζας του Θόδωρου και της Ελένης. Ο τελευταίος πολιτικός πρόσφυγας από την Κοζάνη, που παρά τη θέληση του ξεριζώθηκε, εκπατρίστηκε και κατέφυγε στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, όπου και παρέμεινε για περισσότερο από ¼ του αιώνα.

Οι παλιοί του φίλοι και συναγωνιστές είχαν εγκαταλείψει από καιρό αυτόν τον μάταιο κόσμο. Εκείνος αντίθετα, αν και γεννημένος στις 2/2/ 1924, παρέμεινε ακόμα όρθιος μαλώνοντας με τον χρόνο και τις αναμνήσεις του. Παρόλο που οι κακουχίες και οι στερήσεις των νεανικών του χρόνων είχαν αφήσει βαθιές πληγές στο κορμί του- σαν τα μωρά δεν έτρωγε παρά μόνο λιωμένες τις τροφές του- ο νόστος τον έφερνε κάθε καλοκαίρι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κοζάνη.

Ερχόταν από την Αθήνα, όπου έμενε με τις δυο του κόρες, για να ξανασυνδεθεί με τον ομφάλιο λώρο της νιότης του, από όπου φαίνεται ότι αντλούσε ζωή. Απορούσες πως αυτό το λιπόσαρκο μικροκαμωμένο κορμί έστεκε ακόμη όρθιο. Είχε περάσει πια τα 90. Παρ’ όλα αυτά διατηρούσε ακμαία τη διαύγεια του πνεύματος του, αλλά το σημαντικότερο όλων, μια εκπληκτική μνήμη ελέφαντα για όλα όσα διαδραματίστηκαν 60 και 70 χρόνια πριν.

Τον τελευταίο χρόνο ήρθε πιο αδύνατος κι αδύναμος από ποτέ. Σχεδόν η σκιά του εαυτού του. Στο άδειο πατρικό του σπίτι, δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Κοζάνης, ζούσε περισσότερο με τις σκιές του παρελθόντος παρά με τους λιγοστούς ζωντανούς, γειτόνους και φίλους που έρχονταν αραιά και που να του κάνουν συντροφιά. Την ημέρα της γιορτής του μάλιστα, την 1η του Ιούλη, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φίλοι που ήρθαν να του πουν «Χρόνια Πολλά». Είχε αρρωστήσει βαριά και η Καίτη, η γειτόνισσα και φίλη, που τον φρόντιζε σαν αδελφή και αυτό του στοίχισε πολύ.

Έμοιαζε πλέον σαν τον τελευταίο Μοΐκανό που με τα μάτια της ψυχής του ήρθε να αποχαιρετήσει οριστικά τον κόσμο που γνώρισε και αγάπησε. Είχε μάλλον ξεκινήσει και γι’ αυτόν το ταξίδι χωρίς επιστροφή . Περίμενε όμως το χάρο όρθιος. Δεν τον φοβόταν. Αντίθετα τον έβλεπε ως λυτρωτή. Ως τρόπο που θα τον ξανάσμιγε με τα αγαπημένα του πρόσωπα που στερήθηκε πολύ νωρίς. Αυτά που δεν πρόλαβε να χορτάσει ούτε το χάδι τους μηδέ τη ζεστή τους αγκάλη. Κι ο μαύρος καβαλάρης τον βρήκε μια μέρα του Οκτώβρη στην Αθήνα στα 92 του χρόνια.

Ο Αργύρης δεν έζησε μια συνηθισμένη ζωή. Η ιστορία της οικογενείας του μοιάζει με έπος ηρωικό. Ο Αργύρης και τα δυο του αδέλφια Ρούσσης και Γιάννης ενσαρκώνουν τους σύγχρονους ήρωες της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Το πεπρωμένο τους μόνο με αυτό των ηρώων των αρχαίων τραγωδιών του Σοφοκλή ή του Αισχύλου θα μπορούσε να παραβληθεί. Το σενάριο της ταινίας «Ψυχή Βαθειά» του Παντελή Βούλγαρη μοιάζει να ωχριά μπροστά στην τραγική ιστορία που βίωσε το σπιτικό τους. Τα τρία αδέλφια ένιωσαν στο πετσί τους όλα τα δεινά που γνώρισε η φυλή μας κι η χώρα μας την περίοδο της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου που ακολούθησε. Είναι να απορεί κανείς πώς το φτωχικό καλυβάκι του πατρικού τους σπιτιού χώρεσε όλη την ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος; Κυρίως τα «Πέτρινα Χρόνια» της περιόδου 1941-1949. Το Α και Β Αντάρτικο, τις καταδιώξεις, τις προδοσίες, τις φυλακές, τις ομηρίες, τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο πόλεμο, τον χωρισμό των Ελλήνων σε δυο στρατόπεδα, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τις λιποταξίες, τις εξορίες, τους ξεριζωμούς;

Η μάνα του, η γιαγιά η Καραμούζαινα, ήταν μια περήφανη και σκληρή γυναίκα. Ο Αργύρης της έμοιαζε, όχι μόνο στη φάτσα αλλά και στο μπόι, κυρίως όμως στην ψυχή. Περνούσε τις δυσκολίες της ζωής με το χαμόγελο και το τραγούδι. Κυρίως με το τραγούδι. Προπολεμικά είχε πάρει και βραβείο καλύτερου τραγουδιστή στο Φανό του Αη -Δημήτρη. Ο άντρας της, ο μπάρμπα-Θόδωρος ήταν μεροκαματιάρης. Δούλευε σε ξένα χωράφια. Δύσκολα τα έφερναν βόλτα. Είχαν 4 αγόρια. Τον Κώστα, τον Ρούσση, τον Αργύρη και το Γιάννη. Ο Κώστας πέθανε νωρίς, τους έμειναν τα τρία. Και τα τρία όμως πνεύματα ατίθασα και ελεύθερα σαν τη μάνα τους. Περισσότερο από όλους ο Γιάννης. Είχε αποκτήσει το παρανόμι Γιάννης, ο διάολος. Ακόμα και τώρα, 70 χρόνια μετά, θυμόταν ο Αργύρης τη λεβεντιά και την τόλμη του παρά το ότι του ήταν κατά 3 χρόνια μικρότερος του. Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, αμούστακο παιδί ακόμη, 15 χρονών, στάθηκε ατρόμητος σαν παλικάρι μπροστά σε γερμανική περίπολο, όταν αυτή τους αιφνιδίασε ενώ τραγουδούσε με δυο φίλους του μπροστά στης Φλώρινας το σπίτι, μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι του. Μετά την απομάκρυνση των Γερμανών, οι δυο φίλοι του φριγμένοι ακόμα, τον ρώτησαν πως και δε φοβήθηκε. Κι εκείνος ψύχραιμος σήκωσε τη μπλούζα και τους έδειξε 2 πιστόλια που κουβαλούσε κρυμμένα πάνω του. Φρίχθηκαν ακόμα περισσότερο αυτοί και του απάντησαν. «Βρε θα μας σκότωναν πρώτοι αυτοί, αν τολμούσες να πυροβολήσεις ». «Μη φοβάστε» ήταν η αποστομωτική απάντηση του Γιάννη, «δε θα προλάβαιναν, θα τραβούσα εγώ πρώτος». Είχε δει ότι οι Γερμανοί είχαν κατεβάσει τα χέρια από τα στάγερ μόλις είδαν ότι είχαν να κάνουν με νεαρά παιδιά.

Τα τρία αδέλφια στρατεύθηκαν από πολύ νωρίς στην υπόθεση της λευτεριάς της πατρίδας τους. Πολέμησαν τον Γερμανό κατακτητή συμμετέχοντας στον αντιφασιστικό αγώνα. Τάχθηκαν απροκάλυπτα με το μέρος των ανταρτών.

Ο Αργύρης έπρεπε να πάει φαντάρος μέσα στην Κατοχή αλλά λόγω των Γερμανών δεν πήγε. Βγήκε στο αντάρτικο με τον ΕΛΑΣ, μαζί με τον αδελφό του, το Ρούσση. Από τον Οκτώβρη του 43 υπηρετούσαν μαζί στο 1ο τάγμα του Μπούρινου με λοχαγό τον Μάρκο Τσιούκρα. Ο Ρούσσης μάλιστα έγινε και πολιτικός επίτροπος του λόχου. Εκ μέρους του ΕΛΑΣ ανέλαβε την πολιτική καθοδήγηση του λόχου. Έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού όλων. Γύρισαν στο σπίτι τους το 1945.

Ο Γιάννης, ο μικρότερος λειτουργούσε ως σύνδεσμος των ανταρτών. Μ’ έναν Κοζανίτη ακόμα μετέφερε μηνύματα τους στο χωριό Καισαρειά. Εκεί πιάστηκε μετά από προδοσία το Δεκέμβρη του 43. Οι Παοτζήδες τον είχαν στήσει καρτέρι μέσα στο σπίτι του τοπικού συνδέσμου που θα παραλάμβανε το μήνυμα. Όταν ο Γιάννης έφθασε, ο προδότης τον κάλεσε να τον φιλέψει κάτι μετά από τόσο δρόμο που έκανε. Μόλις ο Γιάννης έκατσε στο τραπέζι αφήνοντας κάτω τον τρουβά με τις δυο χειροβομβίδες και τα 2 πιστόλια που κουβαλούσε μέσα, ο προδότης, ένας γεροδεμένος άντρας, τον αγκάλιασε σφιχτά από πίσω για να τον ακινητοποιήσει φωνάζοντας δυνατά « Εβγάτι τώρα». Οι Παοτζήδες δεν τον χάρισαν. Αν και έφηβος ο Γιάννης, 16 χρονών παλικαράκι, τον έδεσαν σ’ ένα άλογο και τον έσυραν δεμένο μέχρι το Βαθύλακκο χτυπώντας τον με μανία. Όταν η μάνα του πήγε να τον δει στο Βαθύλακκο δεν τον γνώρισε. Ήταν πρησμένο το κεφάλι του και το πρόσωπο του από το πολύ ξύλο. Οι Παοτζήδες παρέδωσαν το Γιάννη στους Γερμανούς, οι οποίοι τον κράτησαν φυλακισμένο 1 μήνα στους Στρατώνες Κοζάνης.

Στις 26 Γενάρη του 44 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους 43 ομήρους ως αντίποινα για την επίθεση των ανταρτών στο χωριό Καλαμιά και το θάνατο ενός Γερμανού στρατιωτικού γιατρού. Στα νεώτερα χρόνια στον τόπο της θυσίας πάνω στο δημόσιο δρόμο προς Αιανή, λίγο πριν την Παναγία, υψώθηκε το μνημείο των εκτελεσθέντων. Όταν ήρθε η ώρα της επιλογής των ομήρων που θα πήγαιναν για εκτέλεση, ο Γερμανός Διοικητής τον προσπέρασε λόγω του νεαρού της ηλικίας του, ο κουκουλοφόρος όμως δίπλα του, Έλληνας καταδότης έσπρωξε το Γιάννη στην ομάδα των μελλοθανάτων. Ήταν μόλις 17 ετών. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αργύρη, ο Καισαρειώτης προδότης, τυραννισμένος από τις ερινύες, πήγε αυτοπροσώπως να ζητήσει συγγνώμη από τη γιαγιά την Καραμούζαινα, η οποία από καιρό γνώριζε το όνομα του. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι οι Παοτζήδες τον απείλησαν ότι θα τον τουφεκίσουν και θα κάψουν και όλο το χωριό, αν δεν τους παραδώσει ζωντανό τον σύνδεσμο των ανταρτών.

Ο Ρούσσης συνελήφθη από τον Εθνικό Στρατό για την ανταρτική του δράση στις 21 Ιουλίου 1947 μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Από βραδύς είχαν πάει με παρέα στον Ψηλό Αη- Λιά, που γιόρταζε. Ήταν και ο Αργύρης μαζί τους. Τα ήπιαν και γύρισαν μεθυσμένοι στο σπίτι. Τα μεσάνυχτα τους χτύπησαν την πόρτα και πήραν το Ρούσση μπροστά στα μάτια της μάνας του και του πατέρα του. Ο τελευταίος κάθονταν αμίλητος σε μια καρέκλα. Όταν έφαγε κι αυτός μια μπάτσα γύρισε και τους είπε «Ιμένα ρα βαράτι ; Ιγώ υπηρέτσα 4, 5 χρόνια στη Μ. Ασία». Ο Ρούσσης πριν φύγει ζήτησε τσιγάρα. Ξύπνησαν τον Αργύρη που κοιμούνταν επάνω να του δώσει αλλά ο Αργύρης ήταν μεθυσμένος και δεν καταλάβαινε και πολλά. Ο Ρούσσης έκατσε 14 μήνες φυλακή.

Τον Αργύρη, τον κάλεσαν να παρουσιαστεί φαντάρος στις 28 Μαρτίου 1947. Τους μετέφεραν στη Δράμα αλλά επειδή είχαν όλοι αριστερή πλευρίτιδα (ήταν Ελασίτες δηλαδή), τους άφησαν ελεύθερους. Στις 12 Οκτωβρίου 1947 τους ξαναπήραν όλους στη Θεσσαλονίκη, 600 άτομα περίπου. Ήταν τότε 23 χρονών Από τότε μέχρι τον Αύγουστο του 48 υπηρέτησε στον Εθνικό Στρατό. Στις 21 Αυγούστου 1948 ενώ υπηρετούσε φαντάρος στον Γράμμο, στον Πύργο Κοτύλης, λίγο πιο πάνω από το Επταχώρι πήρε γράμμα από τον πατέρα του που του έγραφε. « Ο Ρούσσης δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Κάνε κάτι……..». Ο Αργύρης ταραγμένος πάει αμέσως και ζητάει άδεια από το λοχαγό του για να φύγει στην Κοζάνη. Ο λοχαγός του την αρνείται. Κι αυτός λιποτακτεί. Πεζός φθάνει κάποτε στην Κοζάνη κι εκεί λίγο πριν το στρατόπεδο, στο μέρος που σκότωσαν το μικρότερο αδελφό, μαθαίνει από ένα γείτονα ότι μια μέρα πριν μέσα στους Στρατώνες τουφέκισαν και το μεγαλύτερο του αδελφό, το Ρούσση μαζί με άλλα 13 άτομα, 3 από Κοζάνη * και 10 από την Οινόη. Ο Αργύρης δεν είχε άλλη επιλογή. Ξαναβγήκε στο βουνό. Αυτή τη φορά με το μέρος των ανταρτών. Πολέμησε κοντά τους έναν ολόκληρο χρόνο. Συμμετείχε και στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Φλώρινας. Ώσπου έσπασε το μέτωπο του Γράμμου και με πολλούς άλλους κατέφυγε στην Αλβανία φθάνοντας μέχρι τους Αγίους Σαράντα.

Από κει με καράβι ταξίδεψε στη Μασσαλία με τελικό προορισμό την Πολωνία. Εκεί έζησε 28 ολόκληρα χρόνια. Παντρεύτηκε μια γλυκιά Πολωνέζα, τη Χριστίνα και απέκτησε μαζί της δυο κόρες, τη Χαλίνα και τη Γιολάνδα (Ελένη). Όταν μετά το ’74 επετράπη ο επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων, ο Αργύρης άργησε να επιστρέψει. Τον τυραννούσε ακόμα η παλιά του λιποταξία. Γύρισε στην Ελλάδα μαζί με την οικογένεια του στις 5 Αυγούστου του 1977 χάρη στις ενέργειες και στην εγγύηση που έδωσαν γι’ αυτόν η οικογένεια του Βαγγέλη Βαχτσεβάνου και η εξαδέλφη του Δέσποινα Καραμούζα. Θεωρούνταν ακόμα λιποτάκτης. Μέσα σε 4 μήνες πέρασε από στρατοδικείο στην Καβάλα και αθωώθηκε γιατί ήρθε και κατέθεσε υπέρ του ο παλιός του λοχαγός από τον Γράμμο, ο Γιώργος Καραγιάννης που είχε πλέον προαχθεί στο βαθμό του στρατηγού και ήταν επικεφαλής της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο. Στην ανεύρεση του λοχαγού βοήθησε πολύ και ο Τάκης, ο Βαμβακάς, άντρας της γειτόνισσας του Καίτης.

Όταν επέστρεψε στην Κοζάνη βρήκε ένα ρημαγμένο σπίτι. Οι γονείς μάταια τον περίμεναν επί χρόνια. Δεν τους πρόλαβε ζωντανούς. Πρώτα πέθανε ο παππούς και μετά η γιαγιά, η Λέγκου. Η μόνη τους παρηγοριά τα γράμματα που λάβαιναν από καιρό σε καιρό, αν και λογοκριμένα. Σκυλί η μάνα του. Παρά τα βάσανα έμεινε όρθια μέχρι το θάνατο της. Πότε-πότε την ακούγαμε να λέει. «Δεν θα ’ρθει ο Αργύρης; Θα βγάλω απ’ το σεντούκι τη σημαία, θα φορέσω και τη φουστανέλα και θα βγω να τον υποδεχτώ». Δυστυχώς όταν ο Αργύρης γύρισε επιτέλους, μετά από 29 χρόνια απουσίας, αυτή έλειπε. Τον υποδέχτηκε όμως όλη η γειτονιά. Όλοι βγήκαν έξω να τον προϋπαντήσουν. Μεγάλη γιορτή στήθηκε στη γειτονιά του Αη-Δημήτρη. Πολλοί προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν, περισσότερο από όλους όμως του στάθηκε ο Βαγγέλης, ο Βαχτσεβάνος που του πρόσφερε δουλειά στο μαρμαράδικο του.

Δεν έμεινε όμως και πάλι πολύ στην Κοζάνη. Ένα και ½ χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για δεύτερη φορά και να μετακομίσει στην Αθήνα για τις σπουδές των κοριτσιών του. Μαθηματικό μυαλό η πρώτη πέρασε σε διαγωνισμό και εργάζεται σε Οικονομική Εφορία των Αθηνών. Σπουδαία μουσικός η δεύτερη, βιρτουόζα στο βιολοντσέλο, εργάζεται σήμερα στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Αλλά αν το ριζικό σου είναι γραμμένο αλλιώς, και στην Αθήνα ακόμα ο Αργύρης δεν κατάφερε να βρει τη γαλήνη που του άξιζε. Μέσα σε λίγα χρόνια έχασε από την επάρατο νόσο τη γυναίκα του και μετά από λίγο από ατύχημα το γαμπρό του. Ώσπου επιτέλους ήρθε και η δική του σειρά να αναπαυθεί για να ανταμώσει με τις ψυχές των δικών του, που χρόνια τώρα τον περιμένουν με λαχτάρα στον άλλον κόσμο.

 

 

Εγώ πρωτοέμαθα την ιστορία τους από τη μάνα μου. Η γιαγιά, η Καραμούζαινα ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας και μεις πηγαίναμε στο δικό της. Μικρή με νανούριζε τραγουδώντας μου:

«–Βασίλη μ’ πόθεν ερχισι και πόθεν κατεβαίνεις;
— Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
—Κι αν έρχισι απ’ την ξενιτιά πες μας κάνα τραγούδι….».

Μεγαλύτερη, όταν την επισκεπτόμουνα με το μπαμπά μου, που πολύ τους συμπαραστάθηκε, μας κερνούσε σταφύλια κρεμασμένα σε φούντες στο πάνω λιακωτό που έμεινε ακατοίκητο αφότου έφυγε ο Αργύρης και με χόρευε στα γόνατα της σαν να ’μουν εγγονή της. Και μήπως δεν ήμουν ; Μας είχε σαν εγγόνια της εμένα και τα τρία μου αδέλφια. Και μεις τη νιώθαμε σα γιαγιά μας. Την είχαμε σα δεύτερη γιαγιά. Αργότερα με φώναζε, γιατί δεν έβλεπε καλά, για να της διαβάζω τα γράμματα που λάβαινε. Δεν την είδα ποτέ όμως τσακισμένη ή κλαμένη. Τα δάκρυα τα φύλαγε για τον εαυτό της, όταν έκλεινε την πόρτα του σπιτιού της και κυνηγούσε μόνη της τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ήταν και έμεινε μέχρι τα γεράματα της όρθια και περήφανη σαν τα παιδιά της.

Όταν τη σκέφτομαι καμιά φορά, τώρα που έχω και γω παιδιά στην ξενιτιά, μου έρχονται στο νου οι στίχοι του ποιητή από το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη, «Δυο γιους είχες μανούλα μου,/ δυο δέντρα, δυο ποτάμια./ Δυο κάστρα βενετσιάνικα,/ δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες./ Ενας για την Ανατολή/ κι ο άλλος για τη Δύση/ και συ στη μέση μοναχή,/ μιλάς, ρωτάς τον Ηλιο…» («Το Ονειρο»).

Αργύρη, εκεί που πήγες ελπίζω να βρήκες επιτέλους τη γαλήνη που σου άξιζε!

Φανή Φτάκα –Τσικριτζή
Μια γειτόνισα του Αργύρη
που μεγάλωσε με τις ιστορίες
της γιαγιάς της Λέγκους.

ΥΣ. Για αρκετό καιρό μετά το θάνατο του έψαχνα για κανένα αφιέρωμα στον τύπο από το κόμμα ή τους παλιούς συντρόφους του μέχρι που κατάλαβα ότι πέθανε ξεχασμένος από όλους αυτούς. Με αφορμή το ετήσιο μνημόσυνο του αποφάσισα να γράψω όσα κατά καιρούς και με μεγάλη δυσκολία μου διηγιόταν κατά τις καλοκαιρινές μου επισκέψεις στο φτωχικό του.

* Μαζί με το Ρούσση εκτελέστηκαν και ο Μάστορας Λευτέρης, γιός δασκάλου που κάθονταν στον Αυλαγά, την τετράγωνη πλατεία επί των οδών Ισαύρων και Σακελαρίου και ο Λάζος Πουγγίας από το Κεραμαριό.

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: