«Το Μήνυμα των Αγωνιστών της Επανάστασης στους Νεοέλληνες και το Νόημα της Επετείου» Του Ζήση Α. Μαρκόπουλου

By on 26/03/2018

Κάθε χρόνο παραμονές της μεγάλης εθνικής εορτής, κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και στα κανάλια, τα γνωστά ρεπορτάζ με τον δημοσιογράφο που ρωτάει τους περαστικούς τι γιορτάζουμε στις 25 Μαρτίου.

Πολλοί δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να απαντήσουν και όπως και σε πολλά άλλα θέματα, στήνονται αυτομάτως τα λαϊκά δικαστήρια, είτε υπό τη μορφή σχολίων σε μια ανάρτηση, είτε ως τηλεοπτικό πάνελ. Φυσικά και είναι απολύτως κατακριτέο να μην γνωρίζει κάποιος τι γιορτάζουμε, γιατί αποτελεί εθνική εορτή η συγκεκριμένη ημέρα και τι γεγονότα έλαβαν, χονδρικά έστω, χώρα.

Όμως το ερώτημα είναι αν οι υπόλοιποι, αυτοί που θα απαντούσαν ενδεχομένως σωστά στις συγκεκριμένες ερωτήσεις, αντλούν κάτι από την επέτειο αυτή, ή τα ιστορικά αυτά γεγονότα, αποτελούν γι΄ αυτούς μια ξερή αναφορά και κάποιες ξύλινες γνώσεις του τύπου, το μάτι της στρουθοκαμήλου είναι μεγαλύτερο από τον εγκέφαλό της.

Με λίγα λόγια ποιο είναι το νόημα της 25ης Μαρτίου;

Για να απαντήσουμε όσο μπορούμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να ερευνήσουμε γιατί η Επανάσταση της 25ης Μαρτίου πέτυχε να απελευθερώσει το Ελληνικό έθνος από τον ζυγό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ όλες οι προηγούμενες απόπειρες δεν έφεραν το ποθούμενο; Τι ήταν αυτό στο οποίο διαφοροποιήθηκε η συγκεκριμένη προσπάθεια σε σχέση με όλες (περίπου 150 σε διάφορα μέρη) που προηγήθηκαν; Κάποιοι θα απαντήσουν ότι ήταν οι συγκυρίες. Κάποιοι άλλοι ότι ήταν η συνύπαρξη των μεγάλων προσωπικοτήτων, κάποιοι ίσως θα ισχυριστούν ότι οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν αναταράξεις και καταστάσεις εντός των Οθωμανών. Σίγουρα έχουν βάση όλες αυτές οι απόψεις, προσεγγίζουν όμως εντελώς επιδερμικά το όλο ζήτημα.

Σε ένα παλιό δημοτικό τραγούδι το οποίο αναζητώ, περιέγραφαν οι στίχοι το διάλογο ενός γέροντα με ένα παιδί την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο γέροντας λοιπόν συμβούλευε το παιδί να μάθει γράμματα και ότι μόνο αν το έθνος μορφωθεί θα καταφέρει να ορθοποδήσει. Προέβλεπε μάλιστα ότι στην τρίτη γενιά από το παιδί θα ελευθερωθεί το γένος, αφού πρώτα μορφωθεί. Και εδώ στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η νέα διαμάχη που βλέπει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια σχετικά με το αν και κατά πόσο υπήρξε το κρυφό σχολειό, καθώς λέγονται και γράφονται κατά καιρούς διάφορα.

Πολλοί αναθεωρητές ιστορικοί επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη του και να το παρουσιάσουν ως έναν «εθνικό μύθο». Για να δούμε λοιπόν τι στοιχεία υπάρχουν για το θέμα αυτό και ποιο το μορφωτικό επίπεδο των υπόδουλων Ελλήνων. Ο όρος «κρυφό σχολειό», που δεν απαντάται σε κείμενο της Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αιώνα για να δηλώσει τη διδασκαλία που παρείχαν μοναχοί και άλλοι κληρικοί σε νεαρά Ελληνόπουλα, σε μοναστήρια ή νάρθηκες ναών. Στη διάδοση του όρου αυτού ήταν μεγάλη η συμβολή του ομώνυμου πίνακα του Νικολάου Γύζη (1842 – 1900), που φιλοτεχνήθηκε το 1886, αλλά και του δημοτικού τραγουδιού «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γράμματα, του Θεού τα πράματα» (στην εκδοχή που παραθέτει ο Ι. Βλαχογιάννης).

Το σπουδαιότερο επιχείρημα των αρνητών του κρυφού σχολείου είναι ότι οι Οθωμανοί έδειξαν σε γενικές γραμμές ανοχή σε θέματα πίστης και εκπαίδευσης. Επομένως, η ύπαρξη τέτοιου είδους «σχολείων» ήταν περιττή. Το βέβαιο είναι πως οι Οθωμανοί σουλτάνοι παραχώρησαν προνόμια και έδειξαν ένα βαθμό ανοχής προς τους Έλληνες υπηκόους τους. Όμως χρονικά, η Τουρκοκρατία υπήρξε μια τεράστια περίοδος, η οποία ενέτασσε στους κόλπους της το σύνολο του Ελληνισμού. Συνεπώς, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια κατάσταση που ήταν ίδια στον χρόνο και τον χώρο.

Κατά τους πρώτους δύο αιώνες, η μεταχείριση των υποδούλων υπήρξε πιο καταπιεστική με μεγάλη έμφαση στο παιδομάζωμα και στους βίαιους εξισλαμισμούς. Από τις αρχές του 16ου αιώνα γίνεται φανερή, η αυξανόμενη επιρροή των φανατικών μουσουλμάνων, ιερωμένων στην Αυλή των Σουλτάνων, γεγονός που περιόριζε τα προνόμια των Χριστιανών. Οι φανατικοί αυτοί ιερωμένοι στράφηκαν εναντίον κάθε μορφής εκπαίδευσης που δεν ακολουθούσε πιστά το Κοράνι. Από τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Έλληνες αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ίσως τότε η λειτουργία κρυφών σχολείων να περιορίστηκε, χωρίς όμως να παύσει τελείως. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εφαρμογή των σουλτανικών φιρμανιών έγκειτο στη διακριτική ευχέρεια των κατά τόπους πασάδων. Πολλές φορές η ίδρυση ενός σχολείου εξαρτιόταν από τα συμφέροντα, τη διάθεση και τον χαρακτήρα του τοπικού Οθωμανού ηγεμόνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον 18ο αιώνα, σε μια εποχή που οι Τούρκοι γενικά είχαν επιτρέψει ή ανεχθεί τη δημόσια λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων, ο τοπικός Οθωμανός ηγεμόνας της Αιγύπτου απαγόρευε την χρήση της ελληνικής, επί ποινή αποκοπής της γλώσσας. Πάντως και κατά τον ίδιο αιώνα έχουμε περιόδους διωγμών.

Είναι επίσης γνωστό ότι μετά τα Ορλωφικά (1770) ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός διέκοψε τις προσπάθειες ίδρυσης σχολείων και κατέφυγε στο Άγιο Όρος. Τα γεγονότα αυτά καταδεικνύουν το επίπεδο μόρφωσης των Ελλήνων την περίοδο της τουρκοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ότι τον 16ο αιώνα υπήρχαν περίπου 230 Έλληνες με μεγάλη μόρφωση, οι 170 από τους οποίους ζούσαν στα νησιά και τις παραλιακές πόλεις που κατείχαν οι Ενετοί ή οι Φράγκοι και στην Ιταλία ή άλλες χώρες της Ευρώπης. Από τους υπόλοιπους 60, οι οποίοι ζούσαν σε χώρες που είχαν κυριεύσει οι Τούρκοι, οι 45 περίπου αναφέρονται απλά σαν μορφωμένοι αρχιερείς, μοναχοί και ιερωμένοι, χωρίς να έχουμε κάποιο δείγμα της μόρφωσής τους και τα έργα των υπολοίπων 15 περιέχουν κυρίως εκκλησιαστικές συζητήσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι, γεννημένοι στο ενετοκρατούμενο Ναύπλιο, Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, που έγραψε την «Πολιτική Ιστορία της Κωνσταντινούπολης» από το 1391 ως το 1578 και ο Εμμανουήλ Μαλαξός, που μεταγλώττισε την «Πατριαρχική Ιστορία της Κωνσταντινούπολης». Από τους 170 μορφωμένους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές που κατείχαν οι Βενετοί κι οι Φράγκοι, ξεχώριζαν ο Ιανός Λάσκαρης, ο Αντώνιος Έπαρχος, ο Φραγκίσκος Πόρτος, ο Νίκανδρος Νούκιος, ο Κυριακός Θεοσκόπολης και άλλοι.

Για την αμάθεια που επικρατούσε στις ηπειρωτικές περιοχές, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος : «Είδαμε σε ποια αλλόκοτη γλώσσα έγραφαν οι γραμματικοί των σουλτάνων τις δήθεν ελληνικά αναπτυσσόμενες διεθνείς τους συνθήκες. Και αν έτσι έγραφαν οι γραμματικοί, μπορούμε να φανταστούμε τι γινόταν με τους λιγότερο μορφωμένους ανθρώπους του έθνους. Τα μόνα επίσημα κείμενα που είχαν κάποια ευπρέπεια ήταν τα κείμενα του Πατριαρχείου». Ο Κωνσταντίνος Κούμας, που μελέτησε τον αρχιερατικό κώδικα της Λάρισας, αναφέρει ότι είχε κακή σύνταξη και ανορθογραφίες ακόμα και στις υπογραφές των μητροπολιτών, ως το 1730 που ανέλαβε τη μητρόπολη ο Ιάκωβος. Αυτό δείχνει την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εκπαίδευση και η μόρφωση των Ελλήνων. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης έγραφε ότι «δεν υπάρχει καμιά ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού». Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια γεγονότα και μαρτυρίες, σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, που μάλλον φανερώνουν κάτι διαφορετικό. Το 1675, με ειδικό φιρμάνι, ο σουλτάνος πρόσταξε τους τοπικούς αξιωματούχους στην Κασταμονή του Πόντου, να αφήνουν στο εξής ελεύθερους τους Έλληνες να διδάσκουν γράμματα κατ’ οίκον στα παιδιά. Ήταν η λεγόμενη οικοδιδασκαλία.

Γράφει χαρακτηριστικά το σουλτανικό φιρμάνι : «Μολονότι δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρούν (τους χριστιανούς της Κασταμονής) επειδή διδάσκουν στα σπίτια τους, σύμφωνα με τα ήθη τους, το Ευαγγέλιο στα αρσενικά χριστιανόπουλα, κάποιοι απ’ την τάξη των ανθρώπων της εξουσίας, μόνο και μόνο για να τους αποσπάσουν χρήματα, τους παίρνουν χωρίς λόγο και αιτία, και ενάντια στον ιερό νόμο, όλα τους τα χρήματα. Η καταπίεση και η αυθαιρεσία τους δεν έχει τελειωμό. Επειδή αιτήθηκαν (οι κάτοικοι της Κασταμονής) να αναληφθούν ενέργειες και να εκδοθεί αυτοκρατορικό διάταγμα που να απαγορεύει και να αποτρέπει την καταπίεση και την αυθαιρεσία τους, όπως την εξέθεσαν, συντάχθηκε διαταγή μου για να πάψουν να καταπιέζονται».

Ανάλογες μαρτυρίες, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπόδουλοι Έλληνες στην εκμάθηση των γραμμάτων, μας δίνουν οι : Ματθαίος, μητροπολίτης Μυρέων (1618), Μητροφάνης (Κριτόπουλος), πατριάρχης Αλεξανδρείας (1627), Γεώργιος Φατζέας, μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1760) και Γεράσιμος, επίσκοπος Μετρών και Αθύρων (1775), ο οποίος, ως Γεράσιμος Γ’, έγινε πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 1783 ως το 1788. Όμως, η πιο «σκληρή» μαρτυρία για τη συμπεριφορά των Οθωμανών υπάρχει στο βιβλίο του Άγγλου περιηγητή George Sandys. Ο φιλικά διακείμενος, μάλιστα, προς τους Οθωμανούς, Sandys, γράφει : «Χώρες οι οποίες ήταν κάποτε τόσο ένδοξες και ξακουστές για την ευτυχισμένη τους κατάσταση, τώρα έγιναν, εξαιτίας της κακίας και της αχαριστίας, το πιο αξιοθρήνητο θέαμα της πιο ακραίας δυστυχίας. … Το φως της γνώσης δεν επιτρέπεται, ούτε η αρετή τιμάται. Η βία και η αρπαγή θριαμβεύουν με αυθάδεια παντού». Υπάρχουν όμως και πιο ξεκάθαρες μαρτυρίες για το «Κρυφό Σχολειό», με πρώτη μία του Κωνσταντίνου Οικονόμου (1821).

Η πλέον γνωστή μαρτυρία είναι αυτή του Στεφάνου Κανέλλου. Χρονικά, προέρχεται από το 1822, ωστόσο υπάρχει σε έργο του Γερμανού λόγιου και φιλέλληνα Καρλ Ίκεν (Carl Jacob Ludwig Iken, 1789-1841). Γράφει σ’ αυτή : «Οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία αυστηρότερα και από τας εκκλησίας. Δια τούτο επροσπαθούσαν να συστένουν (οι Γραικοί) κοινά σχολεία κρυφίως, όπου και των πτωχών τα τέκνα ανεξόδως εδιδάσκοντο».

Ακολουθεί ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ο οποίος το 1826 γράφει τα εξής : «Οι Τούρκοι απαγόρευαν αυστηρά την ίδρυση δημοσίων σχολείων, διότι φοβούνταν πως αν οι χριστιανοί μορφώνονταν, θα γίνονταν δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι… Με αυτόν τον τρόπο, ο δραγουμάνος Παναγιώτης (Νικούσιος) και ο διάδοχός του Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, κατόρθωσαν να συστήσουν σχολεία σε πολλές πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας. Και έκλειναν τα στόματα των διοικητών στις επαρχίες άλλοτε με δωροδοκία και άλλοτε με την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν οι προστάτες τους». Ο Παναγιώτης Νικούσιος (1613-1673) ήταν ο πρώτος Έλληνας μεγάλος δραγουμάνος, ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1641-1709) ήταν διάδοχός του και σχολάρχης της Πατριαρχικής Ακαδημίας.

Μετά την απελευθέρωση, έχουμε τις μαρτυρίες του αρχιμανδρίτη και καθηγητή πανεπιστημίου Μισαήλ Αποστολίδη (1837), νέα μαρτυρία του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του Γεωργίου Μαυροκορδάτου, καθηγητή Νομικής (1849) και του, επίσης καθηγητή Νομικής, Κωνσταντίνου Φρεαρίτη (1862), ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής : «…ο ταπεινός ιερεύς και ο πενιχρός ελληνοδιδάσκαλος, έντρομοι άλλ’ άκαμπτοι και απτόητοι, συνήγον εις αφανή καταγώγια τους τρυφερούς αυτών νεοσσούς… Εκ των σκοτεινών δε τούτων κρυπτών εξήλθον οι πολυπληθείς εκείνοι φωτεινοί της πίστεως και πατρίδος μεγαλομάρτυρες». Ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), αγωνιστής του 1821 και συγγραφέας απομνημονευμάτων, γράφει : «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν δια την παιδείαν… Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους». Ο σπουδαίος λόγιος του 19ου αιώνα Γεώργιος Χασιώτης, σε ανέκδοτο στα ελληνικά έργο του (γράφτηκε στα γαλλικά το 1881), αναφέρει : «Τη νύχτα, με το φως της σελήνης, λέει ένα δημοτικό τραγούδι, τα Ελληνόπουλα, αψηφώντας την τουρκική σκληρότητα, έτρεχαν στα σχολεία για να πάρουν από εκεί μερικά ράκη του αρχαίου πολιτισμού της πατρίδας τους». Όλα τα παραπάνω αποτελούν μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα ή γνώρισαν και συνομίλησαν με άλλους οι οποίοι ήταν παρόντες. Το γεγονός της ύπαρξης του κρυφού σχολειού στο συλλογικό υποσυνείδητο, σίγουρα μόνο αυθαίρετο γεγονός δεν μπορεί να είναι. Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι ναι υπήρξε το κρυφό σχολειό, ιδιαίτερα σε περιόδους και σε περιοχές που τα μέτρα των τούρκων ήταν ιδιαίτερα σκληρά και η οποιαδήποτε γνώση απαγορευμένη, ενώ η δράση τους ήταν σαφώς μειωμένη σε άλλο τόπο και χρόνο όπου οι Οθωμανοί έδειχναν περισσότερη ανοχή. Το σίγουρο είναι ότι με τις συνεχείς και άοκνες προσπάθειες των μορφωμένων ανθρώπων και του κατώτερου κλήρου, διατηρήθηκε η εθνική ταυτότητα τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Με την ιστορική συνέχεια λοιπόν του έθνους των Ελλήνων συνειδητοποιημένη από το μεγαλύτερο μέρος του λαού, γεννήθηκαν όλες αυτές οι μεγάλες προσωπικότητες και γαλουχήθηκαν κάτω από το κοινό όραμα της απελευθέρωσης. Εκμεταλλεύτηκαν τις συγκυρίες που παρουσιάστηκαν και αφού συνειδητοποίησαν ειδικά μετά το φιάσκο των Ορλωφικών που είχε προηγηθεί, ότι η απελευθέρωση θα επέλθει μόνο αν οι Έλληνες στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις, δόμησαν το Σκηνικό της επανάστασης.

Τη διασύνδεση όλων των περιοχών και των κατά τόπους ηγετών, καθώς και τον γενικό συντονισμό ανέλαβε η Φιλική Εταιρεία, η οποία φρόντισε ώστε η έκρηξη της Επανάστασης να μην είναι απλώς τοπικές σπασμωδικές ενέργειες, αλλά συλλογική δράση. Η παρατήρηση είναι ότι έχουμε στην περίπτωση αυτή ένα ψήγμα αυτοβοήθειας, όπως αναφέρεται ο όρος στις διεθνείς σχέσεις και εννοεί τη χρησιμοποίηση των μέσων και των πόρων του ιδίου του κράτους για την επίτευξη των εθνικών στόχων.

Οι λόγιοι Έλληνες που υπήρχαν στο εξωτερικό φρόντισαν ώστε να προβληθεί ο Αγώνας και στους άλλους λαούς, γεγονός που υπήρξε τεράστια προσφορά, αν σκεφτεί κανείς την εποχή που έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μακρινή Αϊτή αναγνώρισε πρώτη το αυτόνομο Ελληνικό κράτος και έστειλε μάλιστα κάποιους τόνους καφέ ώστε τα έσοδα από την πώλησή του να χρησιμοποιηθούν στον Αγώνα και ένα τμήμα 300 ανδρών για να συνδράμουν, οι οποίοι όμως πέθαναν στο ταξίδι από αρρώστιες. Με τη συμβολή μάλιστα των λογίων του εξωτερικού η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε σύμβολο και πηγή έμπνευσης και για άλλους λαούς. Ήρθε λοιπόν η ώρα να απαντηθεί το ερώτημα που θέσαμε εξαρχής. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 πέτυχε σε σχέση με όλες τις προηγούμενες προσπάθειες που έγιναν, επειδή υπήρξε αυτή η ειδοποιός διαφορά. Η μόρφωση σε σχέση με τη διασύνδεση και τον συντονισμό. Η ωρίμανση των αρχών και των ιδανικών της ελευθερίας στη συνείδηση των σκλαβωμένων και η πίστη στο ποθούμενο. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που τροφοδοτούσε με ηθικό, ελπίδα, εγκράτεια και καρτερικότητα τους σκλαβωμένους Έλληνες και πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η συλλογική προσπάθεια. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα της επετείου που γιορτάζουμε κάθε χρόνο και ταυτόχρονα το μήνυμα που συνεχίζουν να μας στέλνουν οι αγωνιστές της Επανάστασης. Ότι θα πρέπει ο κάθε σύγχρονος άνθρωπος να διαθέτει και να τοποθετεί την όποια προσπάθειά του πάνω σε ιδεολογικές βάσεις, ενσωματώνοντας αρχές, αξίες και ιδανικά.

Σε μια εποχή που η πλήρης ισοπέδωση και απαξίωση θεσμών, ανθρώπων και ιδεών και η έξαρση της ματαιοδοξίας, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας μας και σε συνδυασμό με την ημιμάθεια, την αποξένωση την υποτίμηση της γνώσης, η οποία περιορίζεται στην ανάγνωση fake news στο διαδίκτυο και κονσερβοποιημένων απόψεων που παρουσιάζονται στην τηλεόραση, μας έχουν οδηγήσει στην πλήρη απάθεια και στην έλλειψη δράσης. Αυτή είναι η απάντηση σε όσους διερωτώνται γιατί ο σύγχρονος Έλληνας κοιμάται και αφήνει να οδηγείται ο ίδιος και η κοινωνία σε τέτοιες καταστάσεις. Η ερώτηση βέβαια του ενός εκατομμυρίου είναι πως αλλάζει όλο αυτό; Και πάλι το θαύμα της Εθνικής Παλιγγενεσίας μας δίνει την απάντηση. Όταν ο νεοέλληνας μορφωθεί και αποκτήσει πάλι την πίστη του σε αξίες, θεσμούς και ιδανικά χρονικά αναλλοίωτα που τον στήριζαν πάντα στην πορεία του στους αιώνες, θα καταφέρει να ορθώσει ανάστημα και πάλι. Η τουρκοκρατία μας άφησε πολλά κουσούρια ομολογουμένως. Μας έκανε να ξεχάσουμε όμως και μια παραδοσιακή αξία του αρχαίου Ελληνικού κόσμου: Την αίσθηση του μέτρου. Την έλλειψη υπερβολών δηλαδή, ακροτήτων και ισοπεδωτισμού. Με τη μόρφωση, την αληθινή γνώση έρχεται η αυτογνωσία και η ειλικρίνεια που οδηγεί στην κατάργηση της ματαιοδοξίας.

Όλα αυτά μαζί με τις αξίες που αναφέραμε παραπάνω την ενεργητικότητα και το ηθικό θα κάνουν τον Έλληνα να μεγαλουργήσει και πάλι. Πότε θα συμβεί όμως αυτό; Ίσως η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι η ίδια που απαντούσε στο δημοτικό τραγούδι ο ηλικιωμένος στο νεαρό παιδί. Στην Τρίτη γενιά από εμάς. Στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2000, τα οποία είδαν τους γονείς τους να χάνουν τη δουλειάς τους, να αγκομαχούν για το καθημερινό φαγητό της οικογένειας. Τα παιδιά που λιποθυμούν στα σχολεία από την ασιτία και αυτά που αφήνουν οι γονείς στους στα νηπιοτροφεία επειδή δεν μπορούν να τους παρέχουν τα απαραίτητα. Εμείς που κρατούμε στα χέρια μας τις τύχες της κοινωνίας μας προς το παρόν, θα πρέπει να διαφυλάξουμε τουλάχιστον αυτά που έχουμε, ειδικά σε εποχές που ο παραδοσιακός εχθρός ονειρεύεται να αναβιώσει την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Ας συλλάβει λοιπόν ο καθένας το νόημα της Εθνικής Επετείου και ας κάνει τον προσωπικό του αγώνα αυτοβελτίωσης ώστε να ισχυροποιηθεί η συνολική συνισταμένη και να αποφύγουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας κάτι απείρως πιο φθαρμένο από ότι παραλάβαμε. Χρόνια πολλά στους απανταχού Έλληνες και καλή λευτεριά.

Ζήσης Α. Μαρκόπουλος

Πηγές: -περιοδικό «Τα ιστορικά», τ.27 (2010), άρθρο Α. Αναστασόπουλου «Προσεγγίζοντας το Ζήτημα της Ανάγνωσης των Πηγών : Μια Μαρτυρία περί Οικοδιδασκαλίας τον 17ο αιώνα και το Κρυφό Σχολειό». -George Sandys “A Relation of a Journey Begun An. Dom. 1610” -https://www.protothema.gr/stories/article/675499/krufo-sholeio-muthos-i-pragmatikotita/ – https://www.mixanitouxronou.gr/ipirxe-i-ochi-to-krifo-scholio/

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: