Ποντιακές λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση – Aλλόξενον, Εγνώρτσε, Τόπι͜α, Φτερόπα,Κ’, Ευρήκω

By on 10/01/2022

Δέσποινας Μιχαηλίδου -Καπλάνογλου

Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών

ΠΟΝΤΙΑΚΑ

–Σα ξένα έρημον πουλίν

Σα ξένα έρημον πουλίν

Έρημον πουλίν [Και] Τα φτερόπα μ’ κομμένα

Πώς να πετώ και έρχουμαι-ν Πουλί μ’! Και έρχουμαι-ν

[Και] Μάνα μ’, σουμά σ’ εσένα; Σα ξένα τόπι͜α λάσκουμαι

Τόπι͜α λάσκουμαι [Και -ν-] Όθεν ευρήκω μένω

Τ’ εμόν τ’ οσπίτ’ ’κ’ εγνώρτσε με Πουλί μ’! ’Κ’ εγνώρτσε με!

[Και] Ν’ αηλί εμέν τον ξένον Ξένον, αλόξενον πουλίν

Αλόξενον πουλίν [Και] Με τέρτι͜α φορτωμένον

Πώς να δίγω υπομονήν Πουλί μ’! Υπομονήν

[Και] Σην ψ̌η μ’ το πονεμένον;

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

– Στα ξένα έρημο πουλί

Στα ξένα έρημο πουλί. Με τα φτερά μου κομμένα

Πως να πετώ και να έρχομαι. Πουλί μου και έρχομαι

Μανούλα μου κοντά σε σένα Σε ξένους τόπους τριγυρνώ

Τόπους τριγυρνώ .Και όπου βρίσκω μένω

Το δικό μου σπίτι δεν με γνώρισε Πουλί μου, δεν με γνώρισε

Κρίμα σε εμένα τον ξένο, ξένο ,παντελώς ξένο.

Ολόξενο πουλί . Με βάσανα φορτωμένο.

Πως να κάνω υπομονή πουλί μου .Υπομονή

στην ψυχή μου την πονεμένη .

 

 

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Aλλόξενον , Εγνώρτσε , Τόπι͜α , Φτερόπα , Κ’, Ευρήκω

1 .Aλ(λ)όξενον

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Όλος+ξένος

Ετυμολογία :1. Όλος = όλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *solwos Επίθετο όλος, -η, -ο(ν)

2. Ξένος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξένος (φιλοξενούμενος) < προελληνική

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Παντελώς ξένος , ένα πρόσωπο ή πράγμα στο σύνολό του, χωρίς να εξαιρείται κανένα τμήμα του

Σύνθετη ή συγγενής λέξη :

Αλόξενα=μέρη ξένα,λίαν απομακρυσμένα.

2 .Εγνώρτσε

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Γιγνώσκω

Ετυμολογία γνωρίζω θέμα γνωρ ( < από ρίζα του γιγνώσκω ) + -ίζω

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Γνώρισε

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Αναγνωριση ,γνωμικο.

ποντιακο Εγνωριμια,εγνωρισμαν,εγνωριμος.

3 . Τόπι͜α-τοπα εν. τόπος

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη : Τόπος

Ετυμολογία τόπος < αρχαία ελληνική τόπος (< ινδοευρωπαϊκή ρίζα *top- (κείμαι) ή *tekʷ-)

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Τόποι, μέρη ,χωροι

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : αγκαθότοπος αγκιναρότοπος αγριότοπος αμπελότοπος

ποντιακό =τοποπον

4 Φτερόπα

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη : Πτερόν

Ετυμολογία : φτερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτερό(ν) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτερόν

πτερόν, ήδη ομηρικό < θέμα πτε- (μεταπτωτική βαθμίδα του πετ- ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- όπως στο πέτομαι) + -ρόν. Συγγενή: κοινή νεοελληνική φτερό,

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Φτερούγες

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ανεμοπτερο

= φτερούλιν, φτερουγιν

5 . ΄΄Κ΄

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Ουκί

Ουκί προ φωνηεντ ουκ =ου =Αρνητικό κι + κ Τραπεζούντιο

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Δέν

6 . Ευρήκω

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη : Ευρίσκω

Ετυμολογία βρίσκω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ευρίσκω

αρχ παρακείμενος εύρηκα

Στην νεοελληνική αποδίδεται: Βρίσκω

Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ευρήματα , εύρετρα

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: