Η προέλευση των ποντιακών λέξεων και φράσεων από την αρχαία ελληνική διάλεκτο: Πι, Αποθάν, Νεούται, Λαρούται

By on 12/07/2020

Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου

Στην σημερινή δημοσίευση θα δούμε 4 λέξεις που βρίσκονται σε  έναν ποντιακό  δίστιχο που μιλά για την δύναμη του  έρωτα  και  της αγάπης που καταντά αρρώστια αθεράπευτη.
ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Πι αποθάν κι κλώσκεται ,ο γέρον κι νεούται ,α σιν σεφτάν π’ ερρώστεσεν  καμίαν κι λαρούται.
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Όποιος πεθάνει δεν γυρίζει πίσω,ο  γέρος δεν ξανανιώνει  από έρωτα όποιος αρρωστήσει καμία φορά δεν γιατρεύεται.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΛΕΞΕΩΝ
Οι λέξεις που επιλέξαμε σήμερα είναι
Πι ,Αποθάν, Νεούται ,Λαρούται

 

laroytai.png

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
1..Πι
— Προέρχεται από τα αρχαία Ελληνικά από  την αντωνυμία,Oποιόσπερ
ὁποιόσπερ, ὁποιάπερ, ὁποιόνπερ.
ὅστις =ὅστις < ὅς + τίς   , ἥτις, ὅ,τι (= όποιος)·
2) ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που)·
8) ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον χωρίς άρθρο (= όποιας λογής
* Εκφράσεις
”τοίῳ ὁποῖος ἔοι, εἰς τοιοῦτον ὁποῖος ἤθελεν εἶναι”
«οὐδ’ ὁποῑος ἥττων» και ” εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις”
«ουδ’ ὁποῑος»
*Το ρήμα :
* Συγγενικές λέξεις :  ὅς ,    ὅσπερ
— Και στην νεοελληνική χρησιμοποιούνται οι λέξεις όποιος.
***********************************************
2  Απωθάν
– – Προέρχεται από τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις,από την συνένωση της πρόθεσης ”από” και του ρήματος  ”θνήσκω”
απο- < αρχ. ελληνική ἀπο- από την αρχαία πρόθεση ἀπό, ως πρώτο συνθετικό
Θνήσκω < αρχ. θνῄσκω < θνητός < θνῄσκω  έδινε την λέξη ἀποθνήσκω.
Αποθαίνω < μεσ. Ελλ. αποθαίνω < αρχ.ελ.ἀποθνήσκω
**Το ρήμα ἀποθνήσκω: (ῂ): μέλλ. -θᾰνοῦμαι, Ἰων. -θανέομαι ή -εῦμαι, Ἡρόδ. 3. 143., 7. 134:
*Εκφράση Ποντιακή :Για τεσέν  πουλόπομ΄ θα  αποθάνω ασίν σεφτάν.
— Στην νεοελληνική διάλεκτο , λέξη που χρησιμοποιείται  πεθαίνει.
***********************************************
3. Νεούται
— Προέρχεται από τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις νέαθεν  ,νειόθεν
ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + επιρρμ. κατάληξη  -θεν (πρβλ. παιδιόθεν, παλαιόθεν)]
* Συγγενικές λέξεις : . νέος, -θεν  νεόθεν: Ἐπίρρ. ὡς τὸ νεωστί, ἐσχάτως, πρὸ μικροῦ, πρὸ ὀλίγου, νειόθεν,
Συγγενικές λέξεις :νεανίας, νεαρός, νεότης, νεωστί, νεώτατος, νεώτερος αρχ. νεαίνω, νέαξ, νεόθεν, νεώ (Ι), νεώ (ΙΙ), νεώσσω μσν.- νεοελλ. νεούτσικος.
— Στην νεοελληνική είναι Ξανανιώνει ,εκ νέου  .
***********************************************
4. Λαρούται
Iλαρεία, ἡ ιλαρεύομαι
1. χαρά, φαιδρότητα
2. στον πληθ. αἱ ἱλαρεῑαι τα Ιλάρια
— Προέρχεται από τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις : Από το ιλαρός (ευχάριστος)
Ιλαρῶ, -όω (Α) ιλαρός κάνω κάτι ιλαρό, φαιδρύνω κάτι.
Ιλαρεύομαι (Α) ιλαρός γίνομαι περιχαρής, χαίρομαι.
Iλαρεία, ἡ ιλαρεύομαι 1. χαρά, φαιδρότητα 2. στον πληθ. αἱ ἱλαρεῑαι τα Ιλάρια
1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα
* Συγγενικές λέξεις : .ιλαροτραγωδία
— Στην νεοελληνική είναι : Ξανανιώνω -Γίνομαι καλά – Αναρρώνω.

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: