Η Ελλάδα των τοπικών ιδιωμάτων – Άρθρο Ματίνας Μόμτσιου

By on 18/04/2019

ΤΑ ΚΟΖΑΝΙΤΙΚΑ ΣΑΝ ΜΟΡΦΗ

ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

 

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου

Sourd Games!

 

Γλωσσική γέφυρα ανάμεσα στην Κοζάνη του χτες και τον νεαρόκοσμο του σήμερα. Έκφραση που γεννήθηκε πριν μια  εικοσαετία περίπου σε μια στιγμή μεγάλης έμπνευσης, και που συνδύασε με μεγάλη επιτυχία μια ξεχωριστή λέξη του ιδιώματος, το «σιούρδους» με νεώτερους κώδικες επικοινωνίας της σύγχρονης γενιάς. Πιο τέλεια δεν γινόταν! Κατάφερε να συνοψίσει χιούμορ, γνώση σημερινών εκφραστικών μέσων αλλά και αποδοχή της ντοπιολαλιάς του τόπου τους.  

Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλές πόλεις στην Ελλάδα που να τιμούνε τόσο πολύ την ντοπιολαλιά τους όσο η Κοζάνη. Την παρατηρούμε σε πολλά επίπεδα αυτή τη θετική στάση: στη μελέτη της από επιστήμονες, στην καταγραφή της από συλλέκτες γλωσσικού υλικού, στην προφορική της χρήση, στο ενδιαφέρον για λεξιλόγιο από νεώτερους κατοίκους, στη γραπτή έκφραση σε χρονογραφήματα, αφηγήσεις και τέλος σε θεατρικά έργα από ντόπιους δημιουργούς.

 

Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντα τόσο ευνοϊκά  ούτε για τα Κοζανίτικα, αλλά ούτε και για τα τοπικά ιδιώματα γενικότερα.

ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ

Τα ιδιώματα ήταν απαξιωμένα για πολλά χρόνια, ενόσω η κοινωνία των αστικών κέντρων πάλευε με τα κόμπλεξ της – το περάσαμε κι εμείς στη φοιτητική μας ζωή, όπου προσπαθούσαμε να κρύψουμε το τοπικό «αξάν» και μαζί μ’ αυτό και την επαρχιώτικη καταγωγή μας

 

Άδικο είχαμε?

 

Σε εποχές όπου ο χαρακτηρισμός «επαρχιώτης» ήταν συνώνυμος με τον αφελή, τον αγράμματο το εύκολο θύμα,… πόσο εύκολο ήταν να προβάλεις και να υπερασπιστείς την καταγωγή σου? Ο κινηματογράφος και το θέατρο αντανακλούσαν την κυρίαρχη άποψη και ταυτόχρονα έκαναν το παν για να την εμπεδώσουν όλοι.

 

ΑΝΟΔΟΣ

Αλλά εμφανίζεται με λίγους εκπροσώπους τη δεκαετία του ΄60 και με περισσότερους τη δεκ. του 70 μια γενιά Κοζανιτών μορφωμένων, καλλιεργημένων και ελκυστικών αφηγητών, που αποφασίζουν να γράψουν στο ιδίωμα μεταφέροντας ιστορίες και ήθη του τόπου τους. Νάσης Αλευράς «Μ’ είπιν η Μάνα μ» 1964, Ζήνων Πιτένης «Κουζιανιώτκα Μπέντια» 1971, Λεωνίδας Παπασιώπης: «Η Παλιά η Κοζάνη» 1972, «Τότι κι τώρα» 1973, «Απ’ ότ΄ απόμνιν» 1977, κ λίγο αργότερα το «Αδουκήθκα» το 1988. Τους ακολουθούν πολλοί άλλοι με βιβλία ή και με άσωτα κείμενα στον τύπο, (μεταξύ των οποίων κ ο Μήτσος Διάφας, η αδυναμία μου) που συνεχώς πολλαπλασιάζονται.

 

Πώς εξηγείται αυτή η αρχική παραγωγή ιδιωματικής αφήγησης και κυρίως η μεγάλη αύξησή της τα επόμενα χρόνια, κυρίως τις δεκαετίες του 80 και 90? Τι να σημαίνει το γεγονός ότι οι συγγραφείς στην πλειονότητά τους ζούσαν εκτός Κοζάνης?

 

Εκτιμήσεις μπορώ να κάνω μόνο.

Ένα μεγάλο ποσοστό των μορφωμένων και οικονομικά εύρωστων Κοζανιτών είχε φύγει από την πόλη και ζούσε στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα. Οι περισσότεροι ήταν καταξιωμένοι στο χώρο τους επαγγελματικά και κοινωνικά και είχαν απαλλαγεί από τα κόμπλεξ του επαρχιώτη. Παράλληλα τους έτρωγε η νοσταλγία για τον τόπο τους, τον οποίο εξιδανίκευε κι η απόσταση. Ήταν ταυτόχρονα καλοί αφηγητές και καλοί χρήστες του λόγου γενικότερα και του ιδιώματος ειδικότερα. Ήταν αναμενόμενο ότι θα έγραφαν στο ιδίωμα και θα το «αποχρωμάτιζαν» από την αρνητική του χροιά.

 

ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ

Κι έρχεται η δεκαετία του ΄80. Ήδη ο μύθος των μεγάλων αστικών κέντρων έχει χάσει πολύ από τη λάμψη του και η επαρχία αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Κι εκεί επάνω αρχίζει να παίρνει πόντους η Αποκριά! Μια Αποκριά για την οποία το ιδίωμα αποτελεί το βασικό όχημα. Τα τραγούδια, τα μπέντια, τα κασμέρια. Ταμπέλες και ολόκληρα κείμενα στους νουντάδες. Και κυρίως τα Στέκια, το μεγάλο δώρο της Αποκριάς στην πόλη, όπου μαζεύονται πολλοί ομιλητές του ιδιώματος με διάθεση να το χρησιμοποιούν και να επικοινωνούν πιο άνετα μέσα στη γενική ελευθερία που τους παρείχαν εκείνες οι μέρες της ανατροπής και του ξεφαντώματος.

 

ΘΕΑΤΡΙΚΑ

Κι εμφανίζονται τα πρώτα ιδιωματικά θεατρικά. Ήταν ζήτημα χρόνου να γίνει κι αυτό πάνω σε τόσο γόνιμο έδαφος.

 

Σκαπανέας ο Γιώργος ο Παφίλης, ο οποίος σε εποχές που ήταν άγνωστος ο όρος στην Ελλάδα, είχε ξεκινήσει να κάνει ένα είδος… «standup comedy”! Σε Φανό! Παγκόσμια αποκλειστικότητα! Στο Φανό του Φιλοπρόοδου συγκεκριμένα. Στα χνάρια του Χρήστου Γκιθώνα, που έδινε μια παρόμοια παράσταση πάνω στο άρμα και στο Φανό απ’ τα Μπουντανάθκα.

 

Στη συνέχεια ο ίδιος έγραψε και ανέβασε με ομάδα φίλων το Μπάκα Μάκα Πάκα Πάκα (1980), και εξακολούθησε να παράγει και να ανεβάζει.

 

Παράλληλα εμφανίζονται στην ιδιωματική σκηνή, είτε με δικά τους αποκλειστικά έργα είτε σε συνεργασίες ο Γιάννης Πλόσκας και οι Κασμιρτζίδις, η γράφουσα, ο Μανώλης Μαρκόπουλος κι ο Μιχάλης Πιτένης για να αναφέρουμε τους πιο παραγωγικούς.

 

Σπουδαίο ρόλο στην καταξίωση του θεάτρου στα Κοζανίτικα έπαιξε στα πρώτα χρόνια της ζωής του και η σύσταση ενός σημαντικού και μακρόβιου σχήματος, με τον Μιχάλη τον Πιτένη, τον Γιώργο τον Κοντορίκο κ τον Τάκη Συνδουκά στο τιμόνι του, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1993 με την επιθεώρηση «Οχληροί Πολίται», τίτλος που έδωσε και το όνομα στο θίασο ο οποίος στη συνέχεια έμελε να παίξει σημαντικό ρόλο στην ερασιτεχνική θεατρική δημιουργία της πόλης.

Και η ιστορία αυτή συνεχίζεται με αμείωτο δυναμισμό μέχρι σήμερα.

 

ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τη θεατρική ποικιλομορφία να εμπλουτίζεται συνεχώς περισσότερο, με καινούργιους κώδικες επικοινωνίας πέρα από την κοινή. Με έργα που είτε θα γράφονται εξ ολοκλήρου στο ιδίωμα, είτε θα εισάγουν χαρακτήρες, αυθεντικούς ομιλητές κάποιου ιδιώματος.

 

Η χρήση τους θα προσέδιδε ζωντάνια, δύναμη και κυρίως ρεαλισμό, όπου αυτός ο τελευταίος είναι επιθυμητός. Επιπλέον θα αποδείκνυε ότι ο κόσμος του θεάτρου γενικά αποδέχεται και προβάλει τη γλωσσική πολυμορφία στο βαθμό που ένας τέτοιος χώρος πρέπει να έχει ανοιχτούς ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα, μεταξύ άλλων και στο επίπεδο του θεατρικού κειμένου. Θα βοηθούσε τέλος και στην κατανόηση της συνολικής πνευματικής παραγωγής της χώρας μέσα από την βαθύτερη γνώση της περιφερειακής της διάστασης, στη γλώσσα που εκφράζει κι όσους δημιουργούς επιλέγουν σαν όχημα τα ιδιώματα.

 

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Τόσο οι συγγραφείς όσο και οι λάτρεις του ιδιωματικού θεάτρου έχουν φυσικά πλήρη επίγνωση των δυσκολιών ενός τέτοιου ανοίγματος, με βασικές τις εξής δυο:

 

  • Το ακροατήριο είναι γεωγραφικά περιορισμένο, πράγμα που έχει πολλές συνέπειες, με κυριότερες την δυσκολία στην ευρεία καταξίωση και στην οικονομική επιβίωση των εμπλεκομένων.
  • Αν επιχειρηθεί μια έντυπη έκδοση τότε μπαίνουν και άλλες παράμετροι. Πώς θα αποδοθεί γραπτά ένα κείμενο, του οποίου η ήδη περιορισμένη ομάδα αποδεκτών μπορεί μεν να κατανοεί προφορικά αλλά δυσκολεύεται να το διαβάσει στη γραπτή του μορφή? Και ποια θα είναι αυτή η γραπτή μορφή? Αντιλαμβάνομαι ότι οι τρόποι απόδοσης μπορεί να ποικίλουν από τον απόλυτα προσκολλημένο στην αυθεντική προφορά (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο) μέχρι και τον πολύ ελεύθερο όπου η πιστότητα της προφοράς θυσιάζεται στο βωμό της άνεσης στην προσέγγιση. Για να μην γίνεται απροσπέλαστο ακόμη και στους καλούς χρήστες και να προάγει μια πιο ευχάριστη ανάγνωση.

 

 

Σε ποιους θα απευθύνεται λοιπόν και σε ποιον κώδικα επικοινωνίας?

 

Αυτή είναι μια άλλη παράμετρος που προβληματίζει ή θα έπρεπε να προβληματίζει τους χρήστες του ιδιώματος ως όχημα γραπτής παραγωγής. Ποιοι και ποιες δηλαδή θα αποτελέσουν την ομάδα στόχο και στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον.

 

Ο δημιουργός θεατρικού λόγου οφείλει να αφουγκράζεται τη γλωσσική κοινότητα στην οποία απευθύνεται και να καταγράφει τις αλλαγές. Και φυσικά το ιδίωμα δεν είναι αναλλοίωτο.

 

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟ

Θα εξελιχθεί η θεματολογία του?

Θα ασχοληθεί το ιδιωματικό θέατρο ΚΑΙ με άλλα ζητήματα που αφορούν τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και παλιότερες καταστάσεις που μας διαμόρφωσαν. ΚΑΙ με τα δύσκολα και τα μεγάλα, τα οδυνηρά και περίπλοκα? … Ή θα εξακολουθήσει αυτό που κατά κανόνα κάνει εδώ και χρόνια? Να προσεγγίζει δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά με χιουμοριστική διάθεση ζητήματα σύγχρονα ή διαχρονικά με σκοπό κυρίως να κάνει το κοινό να γελάσει?

 

Και καθόλου κακό δεν είναι να κάνει κανείς το κοινό να γελάει. Είναι πολύ δύσκολο μάλιστα. Αλλά καλώς ή κακώς αλλάζει ο κόσμος γύρω μας με δραματικούς πλέον ρυθμούς, και μαζί του και οι κοινωνικές νόρμες. Ο παραμορφωτικός φακός που κρατάει επάνω του ο δημιουργός της κωμωδίας ή της επιθεώρησης είναι σοβαρή υπόθεση. Και απαιτεί κι άλλα πράγματα πέρα και πάνω από ταλέντο και δύναμη φαντασίας. Του ζητάει να ψάχνει πολύ, να αφουγκράζεται συνεχώς τις ομάδες που θα αναστήσει επί σκηνής, να μελετάει τη ζωή γύρω του ή το παρελθόν αν αυτό αποτελεί το υφάδι του έργου του, να δουλέψει πολύ τους χαρακτήρες του, να «παιδέψει» το κείμενο του γράφοντας, σβήνοντας και πετώντας τα μισά και… και… και… Η οποία ποιότητα προκύψει τελικά είναι συνάρτηση όλων των παραπάνω και απαραιτήτως της γνησιότητας του αισθήματος του θεατρικού συγγραφέα. Το έργο δηλαδή πρέπει πρωτίστως να αντανακλά την αρχική του συγκίνηση και την ανάγκη του για έκφραση.

 

Η ενασχόληση με χαρακτήρες που αποτελούν μάλλον καρικατούρες, έτσι όπως συγκεντρώνουν όσα στερεότυπα είναι μεν εύκολα αναγνωρίσιμα από ένα κομμάτι του κοινού αλλά δεν ανταποκρίνεται καθόλου στις σύγχρονες προκλήσεις του χώρου. Πόσο εύκολο όμως είναι για τους δημιουργούς να κάνουν τη στροφή, με το φόβο πάντα να διαπιστώσουν εκ των υστέρων ότι δεν τους ακολουθεί κανείς?

 

Τι κοινό θα διαμορφώσει ή θα «εκπαιδεύσει» το ιδιωματικό θέατρο λοιπόν?

 

Εφόσον η δύναμη να επηρεάζει το κοινό είναι απείρως μικρότερη από αυτή των έργων του κέντρου, φέρει φυσικά και λιγότερη «ευθύνη».

 

Είναι όμως πάντα σε θέση να καλλιεργεί ευαισθησίες και καλό γούστο. Έχει τη δύναμη να καταπολεμάει, τα στερεότυπα, τον κοινωνικό ρατσισμό, τον σεξισμό, τα κλισέ, τις προκαταλήψεις…

 

Ή να επιλέξει να τα ενθαρρύνει.

 

Και γενικά μπορεί να διαμορφώσει ένα καλοπροαίρετο μεν αλλά απαιτητικό κοινό, που θα στέκεται κριτικά απέναντί του.

 

Ή να επιλέξει να βολεύεται με …χαμηλές πτήσεις.

 

ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

Είναι κοινή πεποίθηση τουλάχιστον όσων ζούμε μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα ότι για να εκτιμήσει κανείς την Ελληνική θεατρική παραγωγή πρέπει να γνωρίσει και την συνεισφορά των επαρχιών της. Να την εξετάσει μέσα από ένα ευρύ πρίσμα από όπου θα ανακύψουν ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, την τοπική και την εθνική λογοτεχνική παραγωγή και γενικότερα τις δυνάμεις που λειτουργούν στο ευρύ πολιτιστικό πλαίσιο αυτής της χώρας.

 

Επιβάλλεται να έχει τη δυνατότητα ο δημιουργός να εκφραστεί σε οποιαδήποτε γλώσσα επιθυμεί. Επιβάλλεται να επαναπροσδιοριστεί η θέση των διαλέκτων και των ιδιωμάτων, τα οποία έχουν συχνά υποτιμηθεί ή εντελώς αγνοηθεί μέχρι τώρα. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση μιας πιο πλουραλιστικής θεατρικής έκφρασης.

 

Κι ο πλουραλισμός στην έκφραση είναι μεγάλος πλούτος

 

Ευχόμαστε να αξιωθούμε να τον ζήσουμε.

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: