Ερμηνεία ποντιακών λέξεων και φράσεων με αρχαιοελληνική προέλευση: 1. Πλακία – Πλακί(ν) -πλακόπον — 2. Απαρδάλια, – Παρδάλι(ν) – απαρδάλι(ν) — 3. Εγκόλπια — 4. Αποσκεπάστεν – 5. Βλαβικά – Ευλοία, – βλογία – 6 .Ανάσυρμαν

By on 29/01/2021

Δέσποινα Μιχαηλίδου Καπλάνογλου

Και οι σημερινές λέξεις επελέγησαν από απόσπαμα του ποιήματος του Φίλωνα Κτενίδη

<< Η Καμπάνα του Πόντου >>

II

«Εσείν πλακία άχαρα, μάρμαρα απαρδάλια,

»με μονοκέφαλους Αετούς και Μίτρας Βασιλεάδων

»μ’ εγκόλπια Πατριαρχών, με Σταυρούς Δεσποτάδων,

»με τα σπαθία στρατηγών, παντέρας καπετάνων.

Μάρμαρα, ντο σκεπάζετεν ολόεν έναν έθνος

»αποσκεπάστεν βλαβικά τ’ άγια τα ταφία.

»Το χώμαν θ’ ευκαιρώνει ατο, τ’ ανάλαφρον αέρας,

»ντ’ εβγαίν’ ας σο ανάσυρμαν κι ας σο μαύρον το κλάμαν,

»….ν’ εβγαίνε οι αποθαμέν’, οι ζωντανοί θ’ εμπαίνε…

»Οι ζωντανοί, π’ εφήκανε τον τόπον ντ’ εγεννέθαν

»κι εφορτώθανε τα στενά τα νεκρικά κασέλας

»κι εφόρεσαν τα σάβανα, κι εσέβανε ‘ ς σην στράταν

»’ς σην στράταν την αγύριστον, ‘ς ση χαμονής τον δρόμον.

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Εσείς άχαρες πλάκες ,μάρμαρα μονόχρωμα

με μονοκέφαλους Αετούς και Μίτρες Βασιλιάδων

Με εγχειρίδια Πατριαρχών και Σταυρούς Δεσποτάδων

με τα σπαθιά στρατηγών, σημαίες (Λάβαρα)καπετάνιων.

Μάρμαρα γιατί σκεπάζετε ολόκληρο έναν έθνος

Ξεσκεπάστε με ευλάβεια τους άγιους τάφους.

Το χώμα θα το αδειάσει το ελαφρό αεράκι

που βγαίνει από τον αναστεναγμό και από τομαύρο κλάμα

να βγουν οι πεθαμένοι και να μπουν οι ζωντανοί

Οι ζωντανοί που άφησαν τους τόπους που γεννήθηκαν

και φορτώθηκαν τις στενές νεκρικές κασέλες

και φόρεσαν τα σάβανα και μπήκαν στον δρόμο

στον δρόμο χωρίς επιστροφή στον δρόμο της καταστροφής.

*****************************************************************

 

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

. Είναι οι λέξεις

— 1 . Πλακία – Πλακί(ν) — 2. Απαρδάλια, – Παρδάλι(ν) – απαρδάλι(ν)

— 3. Εγκόλπια — 4. Αποσκεπάστεν 5. Βλαβικά – Ευλοία- Βλογία – 6 Ανάσυρμαν

—————————————————————————————————-

1. Πλακία – Πλακί(ν) -πλακόπον

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη . Πλαξ

Ετυμολογία :πλάκα < μεσαιωνική ελληνική πλάκα < αρχαία ελληνική πλάξ

Στην νεοελληνική αποδίδεται :

Συγγενικές λέξεις πλακάκι ,πλακίδιο ,πλακέτα ,πλακάς

*********

2.Απαρδάλια, – Παρδάλι(ν) – Απαρδάλι(ν)

Πάρδαλις ==πάνθηρ

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη .Πάρδαλις

Ετυμολογία :παρδαλός < ελληνιστική κοινή πάρδαλος < αρχαία ελληνική πάρδαλις

Στην νεοελληνική αποδίδεται : ο έχων διάφορα χρώματα,ποικιλόχρους

Συγγενικές λέξεις :Καμηλοπάρδαλη ,Λεοπάρδαλη

********

3. Εγκόλπια

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη . Εγκόλπιος

Ετυμολογία :εγκόλπιο < απόδοση στο μονοτονικό της λέξης: ἐγκόλπιο < ἐγκόλπιον < αρχαία ελληνική ἐγκόλπιος

Στην νεοελληνική αποδίδεται :Βιβλίο συνήθως μικρού μεγέθους που εκθέτει με οργανωμένο τρόπο τις βασικές αρχές ενός γνωστικού αντικειμένου , εγχειρίδιο

Συγγενικές λέξεις ΅Εγκόλπωση, ανακόλπωση.

***

4. Αποσκεπάστεν

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη . Από+ σκεπάζω

Ετυμολογία :σκεπάζω < αρχαία ελληνική σκεπάζω < σκέπω

Στην νεοελληνική αποδίδεται : αφαιρώ το κάλυμμαξεσκεπάζω

Συγγενικές λέξεις σκέπασμα σκεπαστή σκεπαστήρι σκεπαστός σκέπαστρο σκεπή

*******************

5. Βλαβικά – Ευλοία, βλογία

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη . Εὖ + λέγω

Ετυμολογία :ευλογία < ελληνιστική κοινή εὐλογία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική εὐλογία (καλός λόγος, έπαινος) < εὖ + λέγω

η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευλογώ

1. (θρησκεία) εκκλησιαστική ευχή με την οποία μεταδίδεται η θεία χάρη σε κάποιον, μέσω του ευλογούντα κληρικού , ευλαβικά < ευλαβικός + -ά

Στην νεοελληνική αποδίδεται : προς τα θεία προσήλωση

Συγγενικές λέξεις Ευλογημένα ,ευλογώ

***************

6. Ανάσυρμαν

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη .Ανασύρω,ανασηκώνω

Ετυμολογία :ανασύρω < καθαρεύουσα ἀνασύρω (ἀνά και σύρω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασύρνω και ἀνασέρνω < αρχαία ελληνική ἀνασύρομαι

Στην νεοελληνική αποδίδεται : Αναστενάζω , κλαίω με λυγμούς

Ενεργητική φωνή :ανασύρω , πρτ.: ανέσυρα, στ.μέλλ.: θα ανασύρω, αόρ.: ανέσυρα μτχ. ενεστ.ανασύροντας

Παθητική φωνή :ανασύρομαι , πρτ.: ανασυρόμουν, στ.μέλλ.: θα ανασυρθώ, αόρ.: ανασύρθηκα μτχ. ενεστ.ανασυρόμενος

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: