«Εμείς που γεννηθήκαμε στην Κοζάνη γύρω από το 1960» του Παναγιώτη Γ. Τσιούκρα

By on 22/02/2017

Παιδιά των παιδιών της κατοχής εμείς του ’60 Κοζανίτες εκδρομείς, δεν γεννηθήκαμε σε εξειδικευμένες μαιευτικές κλινικές και δεν φορέσαμε ποτέ πάνες μιας χρήσης, μολονότι οι γονείς μας προσπαθούσαν να μας προσφέρουν όσα οι ίδιοι είχαν στερηθεί.

Δεν μεγαλώσαμε σε … αφράτους παιδότοπους, αλλά ματώνοντας σε αλάνες και χωματόδρομους.

Όταν ξεπερνούσαμε τα … εσκαμμένα και μας μάλωνε κάποιος μεγάλος, οι «τρανοί» μας δεν έσπευδαν να του ζητήσουν εξηγήσεις, αλλά μας ξαναμάλωναν για να «μάθουμε να φερόμαστε … σωστά»!

Σχεδόν όλοι, περάσαμε ανεμοβλογιά, ιλαρά, μαγουλάδες κ.λπ. και αποκτήσαμε τις ίδιες περίπου καλές και κακές συνήθειες.

Τα σπίτια μας είχαν δάπεδα από μωσαϊκό, ή ξύλο στα δωμάτια και ζεσταινόμασταν με σόμπες που έκαιγαν  ξύλα & κάρβουνα. Τα τρόφιμα διατηρούνταν αρχικά σε «φανάρια» και στη συνέχεια σε παγωνιέρες με πάγο από το ΨΥ.ΠΑ.ΚΟ., ενώ τα γάλατα τα μεταφέραμε σε «μπακράτσια». Είχαμε την υπομονή να περιμένουμε να «ωριμάσουν» πλήρως οι τεχνολογίες των ψυγείων, των τηλεφώνων, των τηλεοράσεων και ιδιαίτερα των αυτοκινήτων.

Σκαρφαλώναμε στα δέντρα, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούμε, για να προλαβαίνουμε κάπως … αγουρωπά τα «τζέρτζιλα», τα «γκόρτσα», τα κορόμηλα, τα κεράσια, τα «γλύκα», τις «καλίγκες» κ.α. εποχιακά φρούτα. Δίχως το παραμικρό ίχνος τροφικής … δυσανεξίας!

Φανάρι

Κρέατα και ψάρια γενικά τα αποφεύγαμε στις καθημερινές, δεδομένου ότι όλοι οι κορυφαίοι «διατροφολόγοι» της πόλης συνιστούσαν άλλες εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών, όπως φασόλια, φακές, ρεβίθια κ.λπ. Άϊντε και καμιά κεφτέδα ή καμιά σαρδέλα.

Από τους πλούσιους υδατάνθρακες προτιμούσαμε τους χειροποίητους και θρεπτικούς τραχανάδες, τα πέτουρα, τις πίτες, τα βαντσιώτ(ι)κα κηπευτικά κ.λπ.

Τα κύρια γεύματά μας συμπλήρωναν τα απογευματινά … «δειλνά» στα όρθια με τις παραδοσιακές «φιλίτσες» από ζυμωτό ψωμί, που τις συνδυάζαμε με τυρί, ελιές, μαρμελάδα κ.α. Κατ’ εξαίρεση τρέχαμε στα περίπτερα της Κουκούλας, του Διαμάντη, του Σαμ, του Καραβά κ.α. για καμιά γκοφρέτα, από εκείνες με τις θρυλικές κάρτες ποδοσφαιριστών που κοσμούσαν τα μονίμως … ημισυμπληρωμένα μας άλμπουμ.

Οι γκουρμέ γεύσεις (σπανίως) εκτός σπιτιού ήταν τα φαγητά του Ζορμπά, του Πλάτανου της Καλλιθέας, της Αράχνης, του Χατζηδάμου, του Τζήκα στο Χρυσό Πέταλο κ.α., η μπουγάτσα του Θωμά, τα κώκ του Κρίνου, η πουτίγκα του Βυζαντίου και οι μπαμπάδες του Μανώλη.

Οι fast food προτιμήσεις ήταν οι τυρόπιτες του Βαμβακά, τα λουκάνικα του Λάτσκου και του Τσικριτζή, το σάμαλι του Ναούμ και ο χασλαμάς του Ηλία.

Σχολείο πηγαίναμε και τα Σάββατα. Η «ράβδος» ως παιδαγωγική μέθοδος ήταν στην ημερήσια διάταξη, δεδομένου ότι η Μοντεσοριανή προσέγγιση δεν ενέπνεε κανέναν, ακόμη και στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο των Αρρένων! Κάποιοι μαθητές ξαναπήγαιναν στην ίδια τάξη για να … μάθουν τα γράμματα καλύτερα.

Ενδυματολογικά οι μαθήτριες (ειδικά στο «Θηλλέων») απεχθάνονταν τα σινιέ ρούχα και προτιμούσαν τις «ποδιές», οι οποίες, εκτός των άλλων, κάλυπταν αποτελεσματικά τα «σκονάκια» στα διαγωνίσματα και με μια ζώνη μετατρέπονταν αυτόματα σε … «μίνι»!

1972.Η… ΜΕΙΚΤΗ ΚΟΣΜΟΥ (του δικού μας)
για την κατηγορία Κ-13 !

Τον ελεύθερο χρόνο μας τον αξιοποιούσαμε πλήρως. Παίζαμε απρόσκοπτα ποδόσφαιρο στις αλάνες του Κανδύλη, στο περιφραγμένο κ.α. με αυτοσχέδια νοητά δοκάρια από πέτρες, ρούχα ή τσάντες, αλλά με συμφωνημένους κανόνες, εξαρχής. Αφού χωριζόμασταν σε ισοδύναμες ομάδες με «ποδαράκια», ξεκαθαρίζαμε για «τέρμα» ή«μπακότερμα» και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων καταργούσαμε τα οφσάιτκαι τα κόρνερ (στα τρία κόρνερ ένα πέναλτι). Όχι με χρονόμετρα, ρολόγια και άλλες αηδίες, αλλά στα 10 γκολ, στα 20, στα 30 …, μέχρι να νυχτώσει η να αποχωρήσει ο προνομιούχος κάτοχος της μπάλας. Στα διαλείμματα δροσιζόμασταν πίνοντας νερό από το «λάστιχο», σε παρακείμενες υπό ανέγερση οικοδομές ή στις βρύσες του παλιού 6ου Δημοτικού Σχολείου. Για ξεκούραση υπήρχαν οι μπίλιες (μπαζ), τα καπάκια (με κερί) στο πεζοδρόμιο, το σκλεντζαράκι, τα πατίνια με ρουλεμάν, το ποδήλατο, το ζιμ, ταγκοργκίλια, τα παμπόρια, τα φυσοκάλαμα, οι ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά, το αμερικάνικο κουτί,  το κρυφτό όταν νύχτωνε κ.α.

 

Στις χιονισμένες μέρες σχόλης του χειμώνα αποφεύγαμε συστηματικά τις αποδράσεις στα δημοφιλή ευρωπαϊκά σαλέ με τα … «φόβια» snow sport, τα … «νιρομπλιάγκαβα» fondue & τα … ανθυγιεινά strudel. Εναλλακτικά, επιδιδόμασταν σε ακροβατικές … «γλίστρες» και δίναμε ομηρικές μάχες στους ακήρυχτους, αλλά συναρπαστικούς χιονο-πολέμους. Δίχως νικητές και ηττημένους, παρά μόνο … αναψοκοκκινισμένους! Τις αμέτρητες … δολοφονικές «τσιόμκες» διαδέχονταν οι τεχνικές χαλάρωσης με … σκλεντζαράκι κι εν συνεχεία οι απολαυστικές … βουτιές στα τσ(ου)κάλια με τα πολυπόθητα γιαπράκια!

 
“ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΩΣ” (Φωτό της Τζένης Μπάρμπα από την ομάδα
“Κοζάνη – Μνήμες, αναμνήσεις & εικόνες” στο facebook)

Για τις καθημερινές μαςμετακινήσεις κοινή πεποίθηση όλων ήταν ότι το περπάτημα αποτελεί το πιο σίγουρο … βήμα για μια τέλεια σιλουέτα. Τα χιλιόμετρα που έχουμε «γράψει» στη «βόλτα» μυριάδες. Σπάνια παίρναμε το μοναδικό μπλέ αστικό για διαδρομή «εντός πόλεως», με τον εισπράκτορα δίπλα στην πίσω πόρτα στριμωγμένο, αγκαλιά με το μικρόφωνο και την κερματοθήκη. Στάση … σιταροπάζαρο, εκκλησάκι κ.λπ. Οι πολύ τυχεροί έβρισκαν κενή θέση μπροστά, δίπλα στη μηχανή. Αξέχαστη εμπειρία! Ακόμη πιο σπάνια, χρησιμοποιούσαμε τα γκρίζα τεράστια ταξί, που έκαναν πιάτσα στην πλατεία.

 
Φωτό από www.lifo.gr

Παπούτσια, συνήθως, αγοράζαμε το Πάσχα  από τον  Πάπιστα, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι τα χρησιμοποιούσαμε και ως … «ποδοσφαιρικά». Για τις σχετικές διορθώσεις φρόντιζαν οι τσαγκάρηδες, όπως ο συγχωρεμένος θείος μου, ο Λίας, σε μια φιλόξενη καμαρούλα στ’ Αλώνια, με διάχυτη τη μυρουδιά της δερματόκολλας και τα περίεργα καλαπόδια. Γενικά, ράφτες & μοδίστρες, κουρείς & κομμώτριες, σαμαρτζήδες & πεταλωτήδες, μαραγκοί & καρεκλάδες, σιδεράδες & κωδωνάδες, οι γανωτζήδες, οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι έμποροι, οι τελευταίοι «νταμπάκηδες» κ.α. δούλευαν ακατάπαυστα, κόντρα στο φόβο της τότε εποχής και συνιστούσαν αυτό που λέμε σήμερα μοχλό ανάπτυξης, δηλαδή την επιχειρηματικότητα!

 
Πληροφορίες για τις τρέχουσες προβολές. Στο βάθος
διακρίνεται το Ολύμπιον.
(Φωτό του Ν. Κουτούλα από την ομάδα “Κοζάνη
– Μνήμες, αναμνήσεις & εικόνες” στο facebook)

Από τις επτά τέχνες λατρεύαμε την έβδομη. Τοπικοί «ναοί» της σπουδαίας περιόδου του ελληνικού και όχι μόνο, κινηματογράφουήταν το Άστρο, το Ηρώ, το Τιτάνια(πριν εξειδικευτεί στα «καουμπόικα»), το Ολύμπιο με τη μαϊμού στην είσοδο, δίπλα στο θερινό Rex και μετέπειτα ο Φίλιππος. Πάντα παρέα με φίλους, με τους οποίους τα μοιραζόμασταν όλα: σπόρια, ποπ-κορν, πορτοκαλάδες, γκαζόζες ή ταμ-ταμ και φυσικά την αστείρευτη καζούρα.

 
Φωτογραφία του Κώστα Τσιώρα

Της Κυριακής τα πρωινά, παρότι τα κοκόρια λαλούσαν γλυκύτερα, δεν μας έβρισκαν ποτέ στα κρεβάτια. Μετά τον εκκλησιασμό είχαμε προσκοπικές συγκεντρώσεις, βόλτες και κάχαμπάχα. Μεσημέρι και κάτι, μετά την παραλαβή του ψητού από το φούρνο, ακολουθούσε το οικογενειακό γεύμα. Με τη μπουκιά στο στόμα και λαχτάρα κατηφορίζαμε, στη συνέχεια, για το γήπεδο ή ακούγαμε στο ραδιόφωνο τους μεγάλους ποδοσφαιρικούς αγώνες από τον Γεωργίου & τον Λογοθέτη, με τα δελτία του ΠΡΟΠΟ στα χέρια. Αργότερα, με την έλευση της τηλεόρασης, βλέπαμε και τα στιγμιότυπα των αγώνων με τον Διακογιάννη & τον Φουντουκίδη (Αθλητική Κυριακή).

Στις ονομαστικές γιορτές (γιορτάσια) των μελών της οικογένειας φορούσαμε, υποχρεωτικά τα«καλά» μας για να υποδεχτούμε συγγενείς και φίλους. Μόνο τότε άνοιγαν – επί τέλους – τα ερμητικά κλειστά σαλόνια των σπιτιών και αφαιρούνταν τα προστατευτικά καλύμματα από καναπέδες & μπουφέδες. Όλα στην τρίχα! Έτοιμοι προς … επιθεώρησιν! Οι οικοδέσποινες έτρεχαν σαν παλαβές. Τι να πρωτοπρολάβουν; Να καλωσορίσουν τους καλεσμένους, που κατέφθαναν με τα βερμούτ παραμάσχαλα, να προετοιμάσουν τα κεράσματα ή να συντονίσουν τις νεαρές κεράστρες με τα φοντάν(ια), τα λικέρ(ια), τα κρασιά, τα «πιάτα» με τους μεζέδες κ.λπ.; Κανονικό … τελετουργικό. Και μετά ατέλειωτες συζητήσεις. Πολιτικά, οικονομικά και ποδόσφαιρο οι άντρες. Σπίτι, φαγητό, ρούχα και κυρίως … παιδιά οι γυναίκες. Μέχρι το τελικό … λυτρωτικό γλυκό! Στο πιάτο η στο … «χαρτί»!

 
Φωτογραφία του Αργύρη Καλιανιώτη

Αποκριές, Νιάημερος, Πάσχα, 15Αύγουστος και άλλες χρονιάρες μέρες ήταν παραδοσιακά πανηγυρικές. Αυθεντικές μαζικές εκδηλώσεις χαράς και γλεντιού με όργανα, μικροπωλητές κ.λπ. Πρώτοι απ’ όλους τρυπώναμε, για να απολαύσουμε τη μαγική ατμόσφαιρα του κεφιού, του πρόσκαιρου «νιάημερου», πάνω από την οποία πλανιόταν η μυρωδιά της τσίκνας από τα γνήσια κρέατα και της καμένης ζάχαρης από το μαλλί της γριάς.

 
1976. Κατασκήνωση στο Φτελιό
Φωτογραφία του Νέστορα Κολοβού

Τα καλοκαίρια, εκτός από το Κουρί και τις κατασκηνώσεις πηγαίναμε κάπου – κάπου για μπάνιο με τα πανάρχαια λεωφορεία του ΚΤΕΛ, που έβραζαν, στις κοντινές παραλίες της Κατερίνης, του Λιτόχωρου, άντε και στον Πλαταμώνα. Αξέχαστα τα κρυφά γέλια με … υπονοούμενα για κάποιους που, αδιάφορα δήθεν, υποκαθιστούσαν τα αποδυτήρια με πετσέτα, για να βγάλουν το μαγιό τους μακριά από … αδιάκριτα βλέμματα! Όχι πάντα με … επιτυχία. Νερό, κεφτέδες, κιχιά κ.λπ. ήταν σε θερμοκρασίες … φούρνου. Τα μόνα που τρώγονταν ήταν οι «Βελβενοί» γιαρμάδες, που σε κάθε δαγκωνιά «έτρεχαν» τα ζουμιά … στα «κατσαούλια». Κάποιες φορές το «σεργιάνι μας στον κόσμο» έφτανε μέχρι και … στην «Έκθεση» της Θεσσαλονίκης!

Ήμασταν όλοι εκεί, χωμένοι. Ναι στου Μίμη του Σιαμέτη (όχι του αείμνηστου φωτογράφου). Στο «μαγικό» κατάστημα λαθρανάγνωσης, αγοράς ή ανταλλαγής μεταχειρισμένων παιδικών αναγνωσμάτων και όχι μόνο. Δεν περιγράφεται με λόγια η γοητεία που ασκούσε πάνω μας το χαρτί, το παλιό χαρτί που είχε χάσει την υγρασία του. Το χρώμα η μυρουδιά και η αφή που νιώθαμε όταν αγγίζαμε τις σελίδες των περιοδικών της εποχής. «Μικρός Ήρωας», «Μικρός Σερίφης», «Μικρός Κάου Μπόυ, «Κλασσικά Εικονογραφημένα» κ.λπ. με το Γιώργο Θαλάσση, το Σπίθα, την Κατερίνα, τον Τζωρτζ Άνταμς, τον Πεπίτο Γκοντζάλες, την Ντιάνα, τον Πελεγκρίνο κ.λπ. Υψηλή … διανόηση! Παντού βεβαίως οι καλοί ήταν Έλληνες, δεν το συζητούμε αυτό! Αλλά και Μπλέκ, Ζαγκόρ Όμπραξ. Κουλτούρα μιας άλλης εποχής που … συμπλήρωνε τον Ιούλιο Βερν, τον Καρκαβίτσα κ.α. … εξωσχολικούς.

Παρότι, αφενός δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε νέους κάτω των 18 ετών και αφετέρου δεν είχαν την καλύτερη … φήμη, τα σφαιριστήρια του Γιάννη & του Βαγγέλη γνώρισαν μεγάλες πιένες. Πού να βρεις ελεύθερο μπιλιάρδο; Σε όλα είχε αγώνες στα δύο, στα τρία, στα τέσσερα κορδόνια «εχθρικό», «φιλικό», «στα ίσια» ή με «αβάντσο», μονομαχίες ή  ζευγάρια  με ασπρισμένα χέρια από το ταλκ και γαλάζιους λεκέδες από το φάλτσο να συζητούν για … «φέρσιμο», «σερί» κ.λπ.. Κάποιες φορές έπεφτε …  σύρμα και τα μαγαζιά άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού, με τις στέκες παρατημένες όπου να’ ναι, τα μπαλάκια στην … τριάδα και μόνο η μουσική στο τζουγκ μποξ να συνέχιζε απτόητη, μέχρι να τελειώσει το σουξέ της «πλάκας»!

 
ΞΕΝΙΑ. Φωτογραφία του Δημ. Ντερελή

Κινητά & facebook δεν είχαμε, αλλά  όταν βγαίναμε «έξω» δεν χανόμασταν ποτέ, γιατί είχαμε στέκια και συνέπεια. Εγγλέζοι στα ραντεβού μας στο Καμπαναριό, στην Blue Gardenia, στο Elysee, στο ElGreco, στα Μπιλιάρδα, στην Πουλίτσα, στο Γήπεδο, στο Ξενία, στο Σταθμό κ.α..

Για τις ιδιαίτερες τηλεφωνικές μας συνομιλίες, μακριά από αδιάκριτα αυτιά, προτιμούσαμε κάποιο τηλεφωνικό θάλαμο του ΟΤΕ ή περίπτερο. Κι αν η γραμμή είχε παράσιτα, παίρναμε το μηδέν μπας και … καθαρίσει. Σε κάθε περίπτωση, τηρώντας πιστά τις αρχές του «Savoir Vivre», αφού δεν ήξερες ποιος θα πρωτοαπαντήσει.

 
Φωτογραφία του Θ. Διδίλη

Μεγαλώνοντας ξεκίνησαν, σιγά – σιγά, τα πάρτυ και οιντισκοτέκ (Tiffany’s Lajones, Adonis κ.α.) με αποκαρδιωτικές αναλογίες συμμετοχής αγοριών/κοριτσιών (10/1!). Εμείς όμως … εκεί! Γίναμε … «μοντέρνοι» ακούγοντας ροκ, από «45αρια» & κασέτες, πίνοντας … βερμούτ με ξηρούς καρπούς και χορεύοντας σέικ & μπλουζ. Μεκαλυμμένα, πάντοτε, τα φώτα από χρωματιστά μαντήλια για … «ατμόσφαιρα». Στην καλή ξένη μουσική – που ακολουθούσε τις τάσεις της δημιουργίας και όχι της αγοράς – μας είχε μυήσει ο θρυλικός παραγωγός του ραδιοφώνου Γιάννης Πετρίδης με την εκπομπή «από τις 4 στις 5». Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, άξιζε να ζήσουμε τη λαμπρότερη μουσική περίοδο τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας, παράλληλα με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.

ΒΑΛΤΑΔΩΡΕΙΟ 1978
(Φωτό Δημ. Ντερελής)

Καλά λένε ότι πραγματική πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Παιδικά χρόνια μακρινά, λιγότερο πολύπλοκα, που θα βρίσκονται για πάντα μέσα μας μαζί μ’ εκείνη την πόλη που μας ήθελε πολύ. Παιδικά χρόνια ανεξήγητα γοητευτικά, τα οποία χάρισαν πολλά στη γενιά μας. Μια γενιά που μεγαλώνοντας κατάφερε να αναδείξει μερικούς από τους αξιολογότερους συμπατριώτες μας. Δεν ξεπηδήσαμε μέσα από τις … σελίδες των παλιών αναγνωστικών, ούτε ήμασταν παιδιά – θαύματα. Μεγαλώσαμε αυθεντικά ανθρώπινα, σαν ελεύθερα, φυσιολογικά παιδιά με τις χαρές & τις λύπες μας, σε μια εποχή δύσκολη, αυστηρή, που δεν γινόταν εύκολα αποδεκτή κάθε ανώριμη ή αποκλίνουσα συμπεριφορά. Είχαμε μάθει, όμως, από μικροί να χτυπάμε, να πέφτουμε και να ξανασηκωνόμαστε. Επιζήσαμε (δυστυχώς, όχι ο Πάικος κι ο Νίκος) … και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε, κόντρα στους κλέφτες των παιδικών μας ονείρων …!

Η … εκδρομή συνεχίζεται …

 

tsioukras.blogspot.gr

One Comment

  1. Tzitziokas

    20/08/2017 at 20:16

    Εύγε!
    απλά καταπκληκτικό… χωρίς πολλά λόγια… ίσως για προβληματσισμό σε όσους της γενειάς μας που έχουν χάσει την¨πρόσφηση¨ και έχουν γεμίσει τα παιδιά με tablets, laptops, και δεν μπορούνε μα ζήσουνε χωρίς facilities & WiFi…

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: