giapraki.com

«Πάοκ και ξερό (ή και μαλακό) ψωμί» Του Β. Π. Καραγιάννη

Αρχίζω το ελάχιστον της Παρεμβάσεως μου σ’ αυτή την αισθαντική σύναξη ενθυμήσεων για να δικαιολογήσω κάπως, το πως και το γιατί της συμμετοχής σ’ αυτήν ενός λογοτεχνικού περιοδικού μιαν και ήδη σέρνεται ένας απόηχος, ερπετό επιφυλάξεων σε συνδυασμό με του Ν. Εγγνόπουλου το: «Στρατηγέ, τι γύρευες στην Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;”
Είναι λοιπόν το βιβλίο «Ο Πάοκ του ’70 με το φακό του Μιχάλη Παππού» ξακουσμένου φωτογράφου της Θεσσαλονίκης εκείνης της δεκαετίας και μετά, που φρόντισαν οι Κ. Μπλιάτκας και Κούλης Αποστολίδης στις εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS Φωτογραφίες μιας λαμπράς ποδοσφαιρικής εποχής μετά λόγων κι επαίνων επωνύμων της σήμερον…
1. Είναι βιβλίο αυτό που παρουσιάζουμε και σχολιάζουμε κι όχι ματς σε τηλεόραση ή αγώνας κερκίδας.
2. Σε ό, τι διεξέρχεται το λεύκωμα υπάρχουν στοιχεία και λογοτεχνίας κι όχι μόνον φωτογραφίες και λόγια αγαπητικά, ποδοσφαιρικά.
3. Το ‘70 ήταν η δεκαετία της νεότητα μας που μας χάραξε και μας διαμόρφωσε και ο Πάοκ εκείνης της δεκαετίας ήταν και αυτός ένας από τους παράγοντες που άφησαν πάνω μας σημάδια.
4. Διετέλεσα οπαδός εκείνου του ποδοσφαιρικού πράγματος που είχε και στοιχεία μικροθαύματος τα οποία ορισμένως προσλάμβανα κι αισθητικά.
Ο συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι στο βιβλίο του «Για την Ιζαμπέλ ένα …Μάνταλα» εκδ. ΑΓΡΑ 2018, γράφει κάπου:
«Οι φωτογραφίες μιας ζωής είναι ένας χρόνος τεμαχισμένος σε πολλά πρόσωπα ή το ίδιο πρόσωπο τεμαχισμένο…».
Ναι, οι φωτογραφίες είναι ο ακίνητος (κι ο ανίκητος) χρόνος μας μέσα στον οποίο υπάρχουμε και μας υπάρχουν οι άλλοι είτε ολόκληρα σώματα ανάμνησης είτε θραύσματα αυτής.
Νομίζω πως από τους παρόντες απόψε εδώ ίσως να είμαι από εκείνους τους λίγους που κάποιες, πολλές από τις φωτ. του λευκώματος και του φωτογράφου, τις είδαν και τις έζησαν στον ιστορικό τους χρόνο οι οποίες με τον ασπρόμαυρο φως τους επανέρχονται τώρα σαν ξανατονισμένη μουσική αίσθηση.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Μ.Π. το δικό μου χρόνο ξεφλουδίζω και την παρουσία μου σ’ εκείνους τους καιρούς που το έφερε να ζήσουμε σε ένα πολιτικό περίγυρο αυταρχισμού και γελοιότητας, αλλά και μετάβασης στη νομιμότητα με αλλαγές και παραλλαγές σε πρόσωπα και προσωπεία.
«Ιζαμπέλ που είμαστε;
Είμαστε στο τότε μας, απαντά η Ιζαμπέλ…» γράφει ο Α. Ταμπούκι.
Ναι, στο τότε μας λοιπόν κι εμείς.
Τον Σεπτ. του 1971 έδινα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο στη Νομική, Θεσσαλονίκη. Γράφαμε αρχαία ελληνικά και το βράδυ ήμουν στο γήπεδο της Τούμπας ότι έπαιζεν ο Πάοκ με την Νάσιοναλ, μια ομάδα της Ν. Αμερικής αν θυμάμαι καλά, και ένδον μου έλεγα τους αρχικούς χρόνους των ανωμάλων ρημάτων. Ερχόμουν από την πόλη μας με μια ποδοσφαιρική λύπη για τον Πάοκ. Είχα από καιρό ήδη προσπεράσει τη μαζική, χωρική, μαθητική παναθηναϊκίτιδα και διάβαζα για την ομάδα ανελλιπώς στα Σπορ του Βορρά κι όπως ο κ. Δ. Μπούζα την διεκτραγωδούσε τότες και ετοιμαζόταν η μεγάλη στροφή που έφερε την ποδοσφαιρική αποκάλυψη της δεκαετίας του 70. Ισως όμως και η σφοδρή επιθυμία φυγής από τη μικρή πόλη στη μεγάλη μέσω του πανεπιστημίου φαίνεται πως λειτουργούσε διαισθητικά και πρωθύστερα για κάποιες προσαρμογές στο επίπεδο των ποδοσφαιρικών μας αισθημάτων.
Τον Νοέμβριο του αυτού χρόνου φοιτητής πια στη Θ. από ένα βιβλιοπωλείο αγόρασα τα «Ποιήματα» του Μανόλη Αναγνωστάκη, ποιητού αγνώστου μου εντελώς. Αργότερα όταν έμαθα πως τα περασμένα χρόνια ήταν οπαδός το Πάοκ και στα αμέσως μετά την πολιτική αλλαγή του ‘74 είμασταν των αυτών πολιτικών αντιλήψεων, η εκτίμηση μου για την ομάδα και την ποίηση αυτού πολλαπλασιάστηκαν. Αρα έγινε πάθος χωρίς το εφήμερον σπέρμα μέσα του. Εδραιώθηκε ο ρομαντικός φιλοοπαδισμός μου και με πνευματικό επίχρισμα.
Θέλω να πω πρωτογνώρισα τη Θ. Ποδοσφαιρικά (Πάοκ) και ποιητικά (Μ. Αναγνωστάκη). Α, ναι τότε είδα και θάλασσα
Εκτοτε με τον φίλο Γρ. Δουγαλή φοιτητή του Πολυτεχνείου που ήταν στην παρέα του Θωμά Βασιλειάδη (μόνιμου κατοίκου Τούμπας και τακτικού των κελιών της ασφάλειας) στις τότε εκδοχές του αντιδικτατορικού αγώνα (υπάρχει άραγε ακόμα η πλάκα με τ όνομα του στο εσωτερικό της Πολυτεχνικής) δεν αφήναμε ούτε προπόνηση κι όχι αγώνα φυσικά θα παραλείπαμε.
Ο πάοκ του ‘70 και όπως αυτός τώρα ανιχνεύεται και ψηλαφίζεται με του Διδύμου Θωμά έστω τις επιφυλάξεις, στο λεύκωμα του Μ.Π. ήταν μια ενότητα πρωτίστως τρόπων συμπεριφοράς και προσώπων. Το όλον του συγγένευε με την λογοτεχνία, την ποίηση. Ετσι τουλάχιστον προσλάμβανα εγώ την περί αυτού ύπαρξή μου και συνύπαρξη. Ποίηση επί χόρτου αλλά και χάρτου. Το αέρινο και το ανάλαφρο της ποδοσφαιρικής του ουσίας προκαλούσε φορές ρίγη συγκίνησης που σου φέρνει μια υψηλή καλλιτεχνική δημιουργία, ένα μπαλέτο, μια κλασσική μουσική σύνθεση, ένας ο μεγάλος πίνακας ζωγραφικής, μια αισθαντική ποιητική συλλογή.
Το λεύκωμα είναι μια οιονεί ποιητική συλλογή γιατί όπως η ποίηση είναι ό,τι μας κρατά, μας σταματά και μας μαλακώνει ψυχικά ωσάν προοίμιον έρωτος, έτσι και τα αισθαντικά έως αισθησιακά ενσταντανέ του Μ.Π. και των συν αυτώ δημιουργών του, πέρα από το γλυκό αίσθημα της νοσταλγίας, μας αφήνουν με ένα αίσθημα χαρμολύπης για ό,τι έφυγε οριστικά και για ό,τι σ’ αυτά γνωρίσαμε και μας όρισαν καθοριστικά.
Συνήθως τις ομάδες τους οι εντελώς πιστοί τις αποκαλούν κι ίσως τις νιώθουν, αγοραία κάπως, θρησκεία στα πανό, στα συνθήματά τους στις δυναμικές θύρες πρόναους – στην Τούμπα η θύρα 4 σήμερα δεν ξέρω αν επιβιώνει. Δεν ένοιωσα ποτές έτσι, δεν μου έλειπε η θρησκεία. Ομως κι ο πάοκ και τα πρόσωπά του δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν της λατρείας. Κάποτε έγινα μάρτυς ενός παρόμοιου περιστατικού. το αναφέρω σε μια διήγησή μου στις «Ηδονο(α)βλεψίες» μου με τον τίτλο «Επίσκεψη από τα Δυτικά…»
……..
«…Η Αγίας Σοφίας, ευθεία κάθετη και στη διάβαση της Εγνατίας, όπου μηχανουργεί ο σταθμός του μετρό κάποτε και το κατάστημα πώλησης λαχείων και κατάθεσης δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ του Μεγαλέξανδρου της ποδοσφαιρικής Θεσσαλονίκης και πάσης Ελλάδος (Γ. Κούδα). Έλατρεύετο από τους πιστούς ως ναός εντός πόλεως του Πάοκ – θρησκεία που επιχωρίαζε στης Τούμπας τα πολιτικά πάθη και στης λαχαναγοράς τα ληγμένα καφάσια – κι είδα τους σαλεμένους της κερκίδας-θύρας 4 μετά από νικηφόρο αγώνα, ομάδι να φιλούν τα τζάμια του καταστήματος, ότι ο επίγειος θεός τους, τους τρέλανε με τα κόλπα του, σέντρες, ντρίπλες μαγικές κι ονειρεμένες στο γήπεδο και σκοράριζε λίαν καλλιτεχνικά στα τέρματα της ψυχής τους, τελικά, και τα ξέσχιζε, κι όχι απλά τα αντίπαλα δίχτυα που με τη σάρισά του ούτως ή άλλως διαπερνούσε. Εκεί ακριβώς συναντήθηκες, μόνος εσύ, με εκείνους τους πολλούς που μόλις έληξε η συνέλευση διαμαρτυρίας στη Νομική κατά της χούντας αποφασισμένοι, και κάπως διακριτικά εντούτοις, πήραν την Εγνατία κι από το πεζοδρόμιό της φώναζαν: “Δημοκρατία – Ελευθερία” κι έμεινες κάπως έκπληκτος με τις “Μαρτυρίες Β’ “ του Γ. Ρίτσου στην ανώριμη τσέπη σου. Έκτοτε, τίποτε δεν θα ήταν όπως πριν. Πήγαν περίπατο τα γήπεδα και η μνήμη τους έλαβε το πρόθεμα …τέως.
Το σώμα του βιβλίου με τις φωτ. του Μ.Π είναι μια φωνή από το παρελθόν που ακόμα ακούγεται ο αντίλαλος της σε εκείνα τ’ αυτιά που κάποτε γέμισαν με την αυθεντική φωνή της χαράς ή αυτή της σιωπής ή της λύπης
Οπως το παρακάτω που θυμάμαι.
«Ακούστηκε η φωνή του σκόρερ στο κατάμεστο Καραϊσκάκη στο οποίο έπεσε σιγή κοιμητηρίου όταν ο Κούλης Αποστολίδης σημείωσε το πρώτο τέρμα από τα 4 στον Ολυμπιακό. Κι αυτό είχε από μόνο του κάτι το θεατρικό, το δραματικό και το λυρικό συνάμα που ο σπήκερ του αγώνα απαθανάτιζε.
Το λεύκωμα του Μ.Π. και των Κ. Μπ. και Κ. Απ. μου άναψε ξανά τις παλιές φωτιές κι αγάπες σβησμένες σχεδόν, από καιρό της Θεσσαλονίκης όταν ακόμα στις κερκίδες των γηπέδων της ακουγόταν το «Μακεδονία ξακουστή» χωρίς φόβο κι επιφυλάξεις. Ενα ωραίο βιβλίο και λόγω της όσμωσης της αυθεντικής και καλλιτεχνικής διάθεσης παικτών και φιλάθλων με ό, τι το αυθόρμητο κι ορμητικό λάβαινε χώρα στις τσιμεντένιες κερκίδες και το εικαστικό στο χορτάρι του γηπέδου.
Το βιβλίο του Μ.Π. περιφέρει τη μνήμη στον βιότοπο βιότροπό μας τη δεκαετία του 70 στη Θ. με την ύπαρξή μας σ’ εκεί και σε σχέση με την γλυκεία ομάδα μας και όπως αυτό διακριβωνόταν:
– στις Εφημερίδες του ποδοσφαιρικού μας πάθους «Τα Σπορ του Βορρά» και την «Θεσσαλονίκη» του απογεύματος που κυκλοφορούσε από το πρωί.
– στην Αλάνα δίπλα από το γήπεδο της Τούμπας όπου δίναμε φοιτητικούς, διατοπικούς αγώνες
– στα Κάστρα και την ταβέρνα Μακεδονία εκείνου του φανατικού παοκανθρώπου στο τέλος της οδού Επταπυργίου με όλα τα αντικείμενα λατρείας αναρτημένα στους τοίχους σαν παράσημα πολεμικής επί κερκίδων ανδρείας
– στο καφενείο ΚΥΠΡΟΣ επί της πρίγκιπα Νικολάου συμφερόντων του πατρός Γ. Χατζηαντωνίου του σκληρού μπακ κι άγριου κόφτη της μπάλας και αντίπαλων ποδιών, στο οποίο σύχναζε το κοζανίτικο φοιτητομάνι ταβλοχούμενο ποδοσφαιρακιζόμενο και παίζοντας χαρτιά αντί βιβλία.
– στη θρυλική για την εποχή ταβέρνα Υποβρύχιο σαν αχυρώνας γεμάτος παοκτσίδικες λατρείες με τους γέροντες μουσικούς λαούτο και βιολί που μάζευε την υψηλή διανόηση της πόλης τους αντιστασιακούς φανερούς ή αδήλωτους και την ευάριθμη παροικία των φοιτητών εκ Λευκοπηγής.
Κλείνω όπως άρχισα με τον Αντόνιο Ταμπούκι
«Γράφεις μα ποτέ δεν ξέρεις από ποιά γωνίτσα του χρόνου έρχεσαι…»
Ναι έγραψα ό,τι κι όπως ερχόμενος από τη γωνιά του αλησμόνητου και της νοσταλγίας.
* Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου « Ο Πάοκ του 70 με το φακό του Μιχάλη Παππού» που έγινε στη Εύξεινο Λέσχη Κοζάνης 20 Απριλίου
Exit mobile version