«Μνήμες από Φανούς  παλιότερων εποχών» της Φανης Φτάκα Τσικριτζή:

By on 03/03/2019

Κοζανίτικη Αποκριά

Αν σήμερα ανάβουν 14 Φανοί μέσα στην πόλη της Κοζάνης, παλιότερα ήταν πολύ περισσότεροι αφού σε κάθε γειτονιά και σε κάθε σταυροδρόμι σχεδόν άναβε κι ένας Φανός.  Αποτίοντας φόρο τιμής στους παλιούς και ξεχασμένους σήμερα Φανούς και στους ανθρώπους αυτών που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της Κοζανίτικης Αποκριάς στο διάβα του 20ου αιώνα θεωρούμε υποχρέωση να μνημονεύσουμε  αρκετούς που δεν ανάβουν πια παραθέτοντας άγνωστα  γι’ αυτούς στοιχεία. Οι περισσότεροι από τους πληροφορητές μας κρατούν παιδικές μεν αλλά πολύ ζωντανές μνήμες από εκείνη την εποχή που έχουν περάσει κοντά 60 και πλέον χρόνια. Άλλοι διατηρούν αμυδρές εικόνες, μη μπορώντας  να θυμηθούν όλα τα πρόσωπα της γειτονιάς που έβγαιναν την Κυριακή της Τυροφάγου (Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς), τη μοναδική μέρα που άναβε ο Φανός τους στην αποκριάτικη προπολεμική ή μεταπολεμική σκηνή. Όλους όμως τους συνδέει η ίδια νοσταλγία για τους παλιούς Φανούς, και τις ανοιχτές πόρτες της παλιάς κοζανίτικης  γειτονιάς, με τις πολυάριθμες οικογένειες και τα χαμηλά ασβεστωμένα με πλακόστρωτο νουβρό σπιτάκια, που εύρισκαν ενωποιητική έκφραση στο χωρατά και στο φανό περιμένοντας με λαχτάρα κάθε χρόνο να ανάψει.

O Φανός στα Τσουκαλάθκα- Καρακλανάθκα

Ο Φανός αυτός γίνονταν στην γειτονιά Τσουκαλάθκα, όπου κυριαρχούσαν τα εργαστήρια των παλιών τσουκαλάδων. Άλλοι τα είχαν στην αυλή του σπιτιού τους κι άλλοι χρησιμοποιούσαν χαμηλές παράγκες, μέσα στις οποίες έφτιαχναν πήλινα τσουκάλια (στάμνες, κατσαρόλες)  επί της Παύλου Μελά. Ο πιο παλιός Φανός άναβε μπροστά από το σπίτι της Βασιλικής Κουτσιμάνη, επί της οδού Λαχανά. Αρχές του ‘ 60 άναψε 1-2 χρονιές και στην πλατεία με το πλατάνι (Καφέ Μπλέ Ελάφι) μπροστά από τα σπίτια των Καρακλάνη Δόδουρα και Γιαντσούλη,  από όπου και πήρε το δεύτερο όνομα του από το σπίτι της οικογένειας Καρακλάνη, πριν μεταφερθεί αρχές του ’60 στην οριστική του θέση, σημερινή πλατεία Παύλου Μελά (μπαχτσές της Γιαντσούλινας ), ενώ αυτή ήταν ακόμα στρωμένη με χώμα και με γκαράζ μέσα.

Στην πρώτη του θέση επί της οδού Λαχανά, σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Βαρδάκα, ο Φανός γίνονταν από τα άτομα της γειτονιάς, ξενούρα (ξένους) δεν είχαν, κατέβαινε  μόνο από τα Ηπειρώτικα ο Μπάρμπα-Μπίλιος (Νάνος Πλιάκης) και τραγουδούσε κάθε χρόνο το «Βλάχα μ’ απ’ του Καρπενήσι» κι όπως τραγουδούσε βούιζιν ο τόπος, τόσο δυνατή φωνή είχε. Οι άντρες  της γειτονιάς, εκτός από τον Λία Ντόντουρα, που τραγουδούσε στην κορφή, όσοι έβγαιναν στο Φανό ήταν μουτουτσιντζιραίοι (δεν τραγουδούσαν καλά) αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις γυναίκες . Έτσι στο Φανό,  μετά τον Πόλεμο και μέχρι το τέλος του ’50, εκτός από την Πανάιω Δόδουρα-Καρακλάνη που έλεγε μοιρολόγια για μουαμπέτι, κυριαρχούσαν τρείς γυναίκες, και οι τρείς της γειτονιάς: η Αλεξάνδρα Πάπιστα, το γένος Κόκκα,η Κατίνα Βαρδάκα- Καράτζια και η  Φανή Καράτζια. Επικεφαλής και των τριών ήταν η Αλεξάνδρα, αδιαφιλονίκητη αρχηγός όλων. Διηγούνται διάφορα μπέντια γι’ αυτήν, αποκριάτικα και μη. Στις Απουκρές έφθανε όμως στο ζενίθ της. Γίνονταν στχειό και τις έσκιαζε (τρόμαζε) όλες. Είχε τέτοιον πέρπιρα με τις Αποκριές, αλλά και τόσο βαθειά φιλοσοφία για την ίδια τη ζωή,  που όταν πέθανε η κόρη της, πολύ νέα και αρραβωνισμένη, πήγε όλη η γειτονιά στο νεκροταφείο για τρισάγιο στα εννιάμερα. Ήταν παραμονές Αποκριάς και έκλαιγαν και μοιρολογούσαν όλες, όταν πλησίασε το μνήμα μια μούτα (κωφάλαλη). Αυτή άρχισε να λέει» «α πάκα, πάκα, πάκα πάκα…..» και να χτυπιέται. Οι άλλες γυναίκες άρχισαν να γελούν μαζί της και μαζί μ’ αυτές και η μούτα. Η Αλεξάνδρα δεν κρατήθηκε άλλο, όπως κρατούσε στο χέρι τον ταβά με το στάρι, που μόλις είχε αδειάσει, βλέποντας τις γυναίκες να γελούν με τη μούτα, πατάει ένα νταιρέ (ντέφι) κι αυτή με τον ταβά λέγοντας  και το τραγούδι «Η ζωή είναι απ’ τα ψέματα, ένα όνειρο είναι η ζωή». Τις Απόκριες, η Αλεξάνδρα εκτός των άλλων έλεγε και πολλά ξινέντραπα τραγούδια στο Φανό. Ξεκινούσε συνήθως το τραγούδι στην κορφή του Φανού επαναλαμβάνοντας 5-6 φορές την κλασσική αποκριάτικη φράση, που αναφέρει και ο Λεωνίδας Παπασιώπης στα αποκριάτικα μπέντια του: «Μι πιν η μάνα μ’» Οι άλλες γυναίκες συνεννοημένες, τη ρωτούσαν κάθε φορά «τι συ πειν η μάνα σ;», χωρίς φυσικά να παίρνουν στην αρχή καμιά απάντηση μέχρι που στο τέλος τους ξεφούρνιζε : «να σας γαμ……. όλες!» και τότε μόνο αρχινούσε να τραγουδάει τα αποκριάτικα, μασκαραλίτκα κυρίως αλλά και μη μέχρι αργά το βράδυ.

Στα νεότερα χρόνια, στη δεκαετία του ‘60 και ‘70 κορυφαίος τραγουδιστής στην πλατεία Παύλου Μελά ήταν ο Μιχάλης Τσιανάκας, ενώ από το 85 και μετά ο Γιάννης Σπύρου που εναλλάσσονταν στην κορυφή με τον Σάββα Διάφα και τον Μπίλη Διάφα. Στο Φανό , στην πλατεία Παύλου Μελά ως βασικά στελέχη συμμετείχαν ο Ηλίας και Κώστας Μαντώς, (φούρναροι),  ο Κώστας Βαρδάκας, ο Γιάννης Σπύρου, ο Νίκος Διάφας και τα παιδιά του Σάββας και Μπίλης, βοηθούμενοι από τους Αποστόλη Αγραφιώτη, τον Τάκη Καρδάση και Τάκη Δούσιο, Νίκο Βαχτσεβάνο (Σπουρλίτα), Νίκο Λιάνα, Γιούλη Γκέτζιο, τις αδελφές Μαρία και Πόπη Σιάντζιου, την Καίτη Βαρδάκα, τον Νίκο Καζάνα, τους αδελφούς Χαριλάκη και Βαγγέλη Ματάνα, τον Μπούλη Βαρδάκα και τον Στέργιο Κυρατσού

(Πληροφορίες Κατίνα Βαρδάκα και Γιάννης Σπύρου).

Ο Φανός στα Λουτρά

Ο Φανός αυτός γίνονταν έξω από το σπίτι των Μπουντιούκηδων, στο πάνω μέρος των Λουτρών, επί της οδού Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από το κέντρο «Αν». οι Καραβάδες δεν έβγαιναν. Ο Φανός άναβε προπολεμικά και συνέχισε και μετά τον πόλεμο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Κορυφαίοι τραγουδιστές οι Ντιουφαίοι (Νάνος και  Ζησιούλης Ντιούφας), ο Γκλιόφας Ευρυπίδης, ο Γκλιάνας Χρήστος. Τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς μάζευαν φιλουρίδια από το σινέ Τιτάνια, που δίνονταν χοροσπερίδες και στόλιζαν τον Φανό. Συμμετείχε όλη η γειτονιά πίσω από τα Λουτρά. Ο Λιούμπας Γεωργούλης και ο γιός του Ναούμ , τα αδέλφια Νίκος και Βαγγέλης Μπουντιούκος, ο Θωμάς Γιαπράκας, ο Τάκης Γκλιάνας  ο Λάτσκος Γιώργος (επιπλοποιός), ο Σίμηνας Βαγγέλης, ο Τσιμηνάκης Βασιλάκης, ο Χατζηγιαννάκης Αλέξης και ο γιός του Τάκης, η οικογένεια Γάτσου. Οι γυναίκες δεν πιάνονταν στο χορό, σε αντίθεση με τα κορίτσια μικρής ηλικίας, όλα γειτονόπουλα που ακολουθούσαν τους άντρες.

(Πληροφορίες  Βαγγέλης Μπουντιούκος και Τάσα Τσικριτζή-Τσιμηνάκη).

O Φανός στα Κατσκάθκα

Ο Φανός  γίνονταν προπολεμικά μέχρι και τις αρχές του 1960 στο σταυροδρόμι, στο βάθος της οδού Αρμενούλη και στη συμβολή της με την οδό Φιλίππου Αδαμαντίδη, στην πλάτη του μακεδονικού αρχοντικού Κατσικά-Βούρκα, εξού και η ονομασία του Φανού Κατσ’κάθκα. Συμμετείχε όλη η γειτονιά, με πρωτοστατούντα τον Ηλία Παπαδέλη, απόγονο του αρχοντικού Αρμενούλη, έναν σοβαρότατο κύριο όλες τις άλλες μέρες του χρόνου πλην της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς, υπάλληλο του Δημόσιου Ταμείου Κοζάνης, που ξεκινούσε κι άναβε το Φανό με το ακόλουθο σατυρικό τραγούδι, γεμάτο φαλλικά υπονοούμενα   «Τις Τρανές τ’ς Απουκρές που τσ’ ανάβουν τις φουτιές, στ’ αρχιδιάκου το μαντρί γάμος εγινότανε……..» παρασύροντας στο σατυρικό του οίστρο με τα μασκαραλίτκα τραγούδια τον αδελφό του Μανώλη Παπαδέλη αλλά και άλλους γειτόνους σαν τον Πλόσκα Θανάση με τους δυο του γιούς Νίκο και Γιάννη, (τον γνωστό Γιάννη τ’ς Λέγκως), τον Τάκη Γιαπράκα, τον Γκάτζιαρη Γιώργο, τον Ζήνωνα Χαρσό, τον Παπαναούμ Λευτέρη και τα παιδιά του Άννα και Μάκη, τον Κώστα Γκίμπα, τον Παγκαρλιώτα Σάκη. Ξεσήκωνε όμως και μη Κοζανίτες γειτόνους όπως τον μη Κοζανίτη συμβολαιογράφο Μαυροβίτη Γεώργιο και την Κοζανίτισσα σύζυγο του Ελευθερία Δοδούλη,  τον υπάλληλο της Τεχνικής Υπηρεσίας Νεβέσκαλο. Στο Φανό έβγαιναν και μεγαλύτερες γυναίκες σαν την κυρά Φωτούλου μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που μάζευαν φιλουρίδια από το χορευτικό κέντρο Ερμιόνιο και έδεναν τις φούντες που στόλιζαν το Φανό μέσα στην αυλή του Παπαναούμ Λευτέρη. (Πληροφορίες Νίκος Πλόσκας , Άννα Παπαναούμ και Μιμή Παπαδέλη ).

O Φανός στη Τζαμάρα

Ο Φανός στη Τζαμάρα ξεκίνησε  προπολεμικά και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50.  Άναβε στην κορυφή του υψώματος της Τζαμάρας, επί της οδού Αμμούδας, ανάμεσα στο σπίτια των Αφων Μπιμπίρη και Τζάλια από τη μια μεριά και το σπίτι του Βαγγέλη Μητσόπουλου από την άλλη. Πρωτεργάτης και εμψυχωτής του Φανού ήταν ο Γιάννης Τζάλιας, που την εποχή της Αποκριάς, αν και μεροκαματιάρης, φορτοεκφορτωτής και μπουφετζής παρατούσε τα πάντα προκειμένου να τον οργανώσει καλύτερα. Πολύ καλός τραγουδιστής αυτός και η ξαδέλφη του Λέγκω Τζάλια, εναλλάσσονταν στην κορυφή του χορού μαζί με έναν άλλο πολύ καλό τραγουδιστή, γνωστό περισσότερο με το παρανόμι του, ο Αρκούδας. Στο Φανό συμμετείχαν ο Μητσόπουλος Γιώργος, Καρακούλας Τάκης, Τζάλιας Τάκης, όλοι γείτονες  κοντινοί αλλά και πιο μακρινοί όπως ο Κατσέλας Θανάσης. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του΄50 έσβησε ο Φανός στη Τζαμάρα, ο Τζάλιας Γιάννης μετά από πρόσκληση του φίλου του, Σάββα Τσιάρα, με τον οποίο τραγουδούσε μαζί στη χορωδία Αγιος Νικόλαος υπό τον Νικόλαο Λιούφη και στην Ελίμεια αργότερα υπό τον Μάκη Βαχτσεβάνο, μετακινήθηκε και τραγουδούσε πρώτα στο Κεραμαριό και μετά στα Μπουντανάθκα, μαζί με τους κορυφαίους των δυο Φανών.

(Πληροφορίες Γιώργος Τζάλιας και Πολυξένη Μητσοπούλου)

Ο Φανός στα Βλάθ’κα

Ο Φανός  αυτός διοργανώνονταν  στη γειτονιά Βλάθ’κα, στο κέντρο της  πόλης, εξού και η ονομασία του. Άναβε στη μέση περίπου της σημερινής οδού Ρήγα Φεραίου,  στα δεξιά του υπαίθριου πηγαδιού, γνωστού ως «τ’ Κυρ Νανν’ του Πηγάδ’», μπροστά από μια μακρόστενη  πλακόστρωτη αυλή, που άνοιγε με μεγάλη ξύλινη εξώπορτα στην οποία κάθονταν τρεις βλάχικες οικογένειες Πιτένη. Ο βωμός της φωτιάς στήνονταν στη μέση του δρόμου ανάμεσα στο σημερινό σπίτι του Αθανασιάση Χαρ (πρώην ξυλαποθήκη Μανώλη Μπάμπου) και το διατηρητέο του Τρεμπενιώτη. Σ’ αυτόν τον Φανό δεν συμμετείχαν μόνο οι Βλάχοι της γειτονιάς αλλά όλοι οι γείτονες. Έβγαιναν  και πιάνονταν στο χορό οι τρεις οικογένειες Πιτένη με τα παιδιά τους Μένιο και Κώστα και τις αδελφές Δέσπω και Αγγελική Πιτένη, τα παιδιά της οικογένειας Τρεμπενιώτη Κωστής, Στέφος και η αδελφή τους μαζί με τα παιδιά του Μήτσου Συντουκά : Γιάννης, Θύμιος, Καίτη και Μάκης . Ο Φανός άναβε μέχρι τις αρχές- μέσα του ‘60. Στη δεκαετία του ‘50 , σύμφωνα με μαρτυρία του Μένιου Πιτένη δεν υπήρχε  κάποιος κορυφαίος καλλίφωνος τραγουδιστής επικεφαλής του Φανού, γι’ αυτό και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Αρκετές φορές μάλιστα περνούσαν από το Φανό και παρέες που έκαναν καντάδες, κοντοστέκονταν, έλεγαν 2-3 τραγούδια και έφευγαν. Τα παιδιά του Φανού σε συνεννόηση με τα παιδιά του γειτονικού Φανού Αυλιώτη οριοθετούσαν από κοινού την Παύλου Μελά διεκδικώντας και για τις δυο ομάδες μερίδιο στις δεκάρες των περαστικών, τις οποίες μάζευαν με το τσινί, το πρωί της Κυριακής, μετά τη σχόλη της εκκλησίας.

(Πληροφορίε. Μένιος Πιτένης και Μαίρη Σαμαρά)

Ο Φανός τ’ς Μπηνιώς .

Γυναικείος Φανός που γίνονταν  επί της Επισκόπου Βενιαμίν, μπροστά από το ομώνυμο πηγάδι της Μπηνιώς, εξού και η ονομασία του. Άναβε πριν τον Πόλεμο και κράτησε βαριά μέχρι τις αρχές του 1950, ενώ άναψε και στην Κατοχή. Οι άνδρες μεγάλης ηλικίας, που έβγαιναν στο Φανό  ήταν μετρημένοι (ο Γιώργος Πτσης με τα παιδιά του, Σπύρος, Τακης, Γιάννης και Κώστας και ο Κωστάκης Αγγέλου μαζί με τους Ζιαμπραίους ). Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες δεν έβγαιναν, σε αντίθεση με τα πολλά κορίτσια της γειτονιάς που φρόντιζαν να τον οργανώσουν κάθε χρόνο χωρίς κορυφαία τραγουδίστρια. Τραγουδούσαν και χόρευαν  όλες μαζί τα τραγούδια της αγάπης. «Τα κορίτσια απ’ της Μπηνιώς είνι σα του βασιλικό» όπως λέει και το γνωστό αποκριάτικο τρσγούδι.……».

Έβγαιναν και πιάνονταν στο χορό οι 3 αδελφές Αμπάζη (Αννα, Νόννη, Μαίρη) , η Λένα Πτση, οι αδελφές Φούλα, Καίτη, Κική και Ιωάννα Διάφα, η Χρυσούλα Χατζηδαβίδ, η Τασούλα  Αγγέλου, οι αδελφές Μαρίτσα, Κούλα και Ζωή Πιτένη, η Λόλα Καράτζια –Τσιανάκα, η Κατίνα Ζιάμπρα, οι αδελφές Κατίνα, Λούλα και Τασίτσα Μίσσιου, η Καραμπόζα Ματούλα και η νύφη της Λόλα, οι αδελφές Κούλα και Στέλλα Βαρδάκα, οι αδελφές  Καίτη, Ελένη και Αναστασία Ξυνάδα, η Φωτούλα Λάκκα και η εγγονή της Ελένη.

(Πληροφορίες Αννα Αμπάζη –Πατιά και Μαρίτσα Πιτένη-Αλιφέρη).

Ο Φανός στις Καρές

Γίνονταν μπροστά από το διατηρητέο σπίτι του δημάρχου Γιάννη Παπαγιάννη, λίγα μέτρα πιο μακριά από το ομώνυμο πηγάδι, εξού και η ονομασία του και μερικές χρονιές η φωτιά άναψε και μέσα στη μέση του δρόμου Παύλου Μελά. Ο Γιαννάκος Παπακώστας το γένος Λάκκα,  γεννηθείς το 1946, που διατηρεί παιδικές αναμνήσεις ακόμα από το Φανό, θυμάται ότι γινόταν στη δεκαετία του ’50 μέχρι και τις αρχές του ’60. Δεν ήταν μεγάλος Φανός. Συμμετείχαν σ’ αυτόν μόνο οι γείτονες. Έβγαιναν οι οικογένειες Λάκκα, αυτός και τα ξαδέλφια του Τάκης και Σάκης Λάκκας, ο Κώστας Σούτσος που διατηρούσε  φούρνο απέναντι από το Φανό, οι αδελφοί Παναγιωτάκης και Στεφανάκης Κούγιας, ο Στέλιος και Νίκος Τζήμος κ.α. Αυτός με το τσινί, , 10 χρονών παιδί, μάζευε δεκάρες για το δαδί. (Πληροφορίες Γιαννάκος Παπακώστας)

O Φανός στα Κιρατσαθκα-Ματανάθκα

Γίνονταν επί της οδού Σολωμού στη διασταύρωση με  Ανθέων, μπροστά από το σπίτι των αδελφών Ματάνα. Συμμετείχε όλη η γειτονιά. Ο Χαριλάκης Ματάνας αφηγείται γι’ αυτόν το Φανό το εξής περισταρικό: «Επί Κατοχής, άναψαν οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς Φανό με πολλά ξύλα. Ακριβώς πίσω από το σπίτι του, υπήρχε αλάνα όπου είχαν στρατοπεδεύσει Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι βλέποντας τη φωτιά θορυβήθηκαν και ειδοποίησαν τους γνωστούς «Πεταλάδες», γερμανικό σώμα που έφερε πέταλα στο στήθος και φημίζονταν για την αγριότητα του.  Μόλις η τσακαλαρία της γειτονιάς αντιλήφθηκε τους «Πεταλάδες» να καταφθάνουν στον «τόπο του εγκλήματος», σκόρπισε ατάκτως και εξαφανίστηκαν όλοι πλην του Χαριλάκη, 8 χρονών παιδί τότε, που κατοικούσε εκεί μπροστά που άναβε ο Φανός. Οι Γερμανοί μη γνωρίζοντας την παράδοση του τόπου και θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη φωτιά τον χτύπησαν στο κεφάλι με ένα γκορμπάτσι με πέταλα στην άκρη, τραυματίζοντας τον ευτυχώς ελαφρά. Η ουλή όμως που του έμεινε θυμίζει μέχρι σήμερα  στο Χαριλάκη , γιατί δεν άναψε ξανά ο συγκεκριμένος Φανός στα χρόνια της Κατοχής. Στα μεταπολεμικά χρόνια, τα αγόρια της γειτονιάς μαζί με τους μεγαλύτερους σε ηλικία γείτονες από το 1960 και μετά συμμετείχαν στο Φανό Παύλου Μελά.

(Πληροφορίες Χαριλάκης Ματάνας)

Ο Φανός στη Νεάπολη

Γίνονταν στο πάνω μέρος της οδού Ιουστινιανού, στη συμβολή της με τις οδούς Βυζαντίου και Ι. Παπαγιάννη, έξω από το σπίτι του Σπύρου Βούρκα. Σ’ αυτόν το Φανό προπολεμικά μεταξύ ‘30 και ‘40  έβγαιναν οι Βουρκαίοι, οι Λακκάδες, οι Λιάπηδες, οι Ζιαγκαίοι και άλλοι γείτονες. Η Ανθίτσα μάλιστα , κόρη Λιάτσου Κυρατσού, εκεί γνώρισε για πρώτη φορά γύρω στα 1931, τον άντρα της Θανάση Βαχτσεβάνο. Ο Φανός αυτός δε γίνονταν κάθε χρόνο με την ίδια ένταση παρά εξαρτιόταν περισσότερο από κάποιους μερακλήδες γειτόνους, οι οποίοι τον άναβαν αναλόγως με τα κέφια τους. Όταν αυτός δεν άναβε οι γείτονες έπαιρναν μέρος στο διπλανό Φανό της Μπηνιώς το πηγάδι. Μετά τον πόλεμο,  τέλη του ‘50 και αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Φανός αυτός αναβίωσε πάλι από τα νεαρά παιδιά της γειτονιάς, καμιά 20αριά αγόρια, χωρίς τη συμμετοχή κοριτσιών , τα οποία τον οργάνωσαν για 5-6 χρόνια ακόμα μέχρι που έσβησε οριστικά . Πρωτοστατούσαν όλα τα νεαρά παιδιά της γειτονιάς εκείνης της εποχής : ο Γιάννης Βούρκας, ο Ζιάγκας Μάκης και τα αδέλφια του, ο Μποσταντζόγλου Αντώνης, ο Μπότσογλου Αντώνης, ο Ραχωβίτης Γιάννης, οι Καρμαζήδες (Κώστας, Λευτέρης, Γιώργος, Αλέκος), ο Τάκης Ζιάμπρας, ο Μανώλης Μαλούτας  και ο αδελφός του Νίκος (Μπέμπης), ο Τάκης Δίκος, ο Κυπέρας και άλλοι. Μάζευαν και δω χρήματα για το δαδί περιφέροντας το τσινί το πρωί της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς στα σπίτια της γειτονιάς, ενώ για το στολισμό του Φανού προμηθεύονταν τα φιλουρίδια από το γειτονικό χορευτικό κέντρο Ολύμπιο, μπαίνοντας στο κέντρο από τον πλαϊνό φούρνο. Αφού άναβαν το Φανό, τραγουδούσαν όλοι μαζί και γλεντούσαν γύρω από αυτόν. Τον έσβηναν νωρίς ακολουθώντας το έθιμο της εποχής, το ομαδικό κατούρημα. (Πληροφορίες Γιάννης Βούρκας , Θόδωρος Λάκκας και Θοδωράκης Κυρατσούς).

Ο Φανός στα χωράφια

Γίνονταν έξω από το σπίτι του Θόδωρου Λάκκα, οδός Ομήρου μεταξύ των ετών 1954 και 1960. Η γύρω περιοχή είχε πολλά χωράφια και αμπέλια, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν  ο Φανός στα χωράφια. Οργανώνονταν από τα νεαρά κορίτσια της γειτονιάς μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Νίτσα και Κική Λάκκα, την Κούλα Γκατζόφλια, τη Ρίτσα Τσατσοπούλου, την Τασούλα Ζιάμπρα, την Ιουλία Κιουρτσόγλου. Τη σκυτάλη, μετά τα κορίτσια , μέχρι το 1963 -’64 πήραν οι μικρότεροι της γειτονιάς, ανάμεσα τους και ο Ντόντιος Λάκκας, κορυφαίος σήμερα τραγουδιστής του Φανού Λάκκος τ’ Μάγγαν’,   οι οποίοι τον άναβαν στο ίδιο μέρος, χωρίς στολίδια με φούντες και όργανα και στηριζόμενοι αποκλειστικά στο τραγούδι, τον κρατούσαν αναμμένο μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής, σβήνοντας τον με κλασσικό ομαδικό κατούρημα. Καμιά φορά έβγαιναν και στέκονταν στο Φανό και γείτονες μεγαλύτερης ηλικίας. Στα νεότερα χρόνια, στη δεκαετία του ’80, τα ίδια αυτά άτομα τροφοδότησαν το γειτονικό Φανό Λάκκο τ’ Μάγγαν’ .

(Πληροφορίες Θόδωρος Λάκκας)

 

O Φανός στου Λάτσκου το Πηγάδι

Στου Λάτσκου το Πηγάδι γίνονταν Φανός προπολεμικά, στη διασταύρωση μεταξύ των οδών Παύλου Χαρίση και Βίτσι (Μακεδονομάχου Θωμά Λιόντα σήμερα), μπροστά από το φούρνο του Λάζου Δαραβάζου και το Πηγάδι του Λατσκου που ακουμπούσε  στον ανατολικό τοίχο του σπιτιού του. Συμμετείχαν όλοι οι γείτονες. Ο Νέστορας Δαραβάζος, θυμάται τις Απόκριες του 1944-45, μικρό παιδί τότε 6 χρονών, που έβαζαν φιλουρίδια για να στολίσουν το Φανό. Στο Φανό έβγαινε η οικογένεια Γούσια, ο Νίκος Κουρμπαλής (μπακάλης στην απέναντι γωνία), η περιβόητη Μάνια Καρατσόλη, η Μαρίνα Μιχαηλίδου (μανάβικο), η μεγάλη οικογένεια του Κων/ νου Δασκάλου, ο Προκόπης Δουγαλής, η οικογένεια Λάζου Δαραβάζου κ.α.

(Πληροφορίες Νέστορας Δαραβάζος)

O Φανός στου Μισκιάθκου

Στου Μισκιάθκου, στο κάτω μέρος της πλατείας Λασσάνη  γίνονταν Φανός. Εμψυχωτής και χορηγός αυτού του Φανού, που ήταν και ολίγον ΙΧ  και άναβε μεταξύ 1959 και 1965 μπροστά από το Ανεσις hotel ήταν ο Γιώργος Σκαρκαλάς, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Άνεσις και μεγάλος χορηγός της Πανδώρας. Ο Φανός οριοθετούνταν από 4 σαμάρια για άλογα που τοποθετούνταν στις τέσσερις γωνιές του Φανού και ελλείψει γειτονιάς  διοργανώθηκε 4-5 χρόνια μόνο υποστηριζόμενος μουσικά από τους μουσικούς της Τρανής Αυλής όπως το Μάρκο Καλέα (1911-1992) που έπαιζε κορνέτα και τον μεγαλύτερο αδελφό του Νικόλα (Φύσσας), που έπαιζε βιολί, ενώ παράλληλα ήταν επαγγελματίες τεχνίτες που έφτιαχναν γάστρες τις οποίος εμπορεύονταν ο Γιώργος Σκαρκαλάς σε όλη την Ελλάδα. Πολλά χρόνια αργότερα το  1988, επί Δημαρχίας Παγούνη του χορηγήθηκε και έπαινος για το Φανό που οργάνωνε.

(Πληροφορίες Τάσα Τσικριτζή, Γιάννης Πλόσκας, Ζολί Κυρατσού).

O Φανός στον Αυλιώτη

Ο Φανός αυτός άναβε στον πάνω Αυλιώτη, καθώς η σημερινή οδός Αυλιώτη (κάτω Αυλιώτης), κάθετος στην Π. Μελά δεν είχε διανοιχθεί ακόμη χρησιμοποιώντας τη στενόμακρη πλακόστρωτη αυλή της  παλιάς οικίας Τσικριτζή, που έβλεπε σε δυο δρόμους. Ο Φανός προπολεμικά γινόταν μπροστά στα σπίτια των Βέλιου-Καρακάση και η φωτιά άναβε πάνω σε μια ξερολιθιά που τοποθετούσαν στο κέντρο και κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Προπολεμικά κορυφαίοι τραγουδιστές ήταν ο Βρασίδας (Βασίλης) Καπρίνης και ο Μήκας Γκλούμπος, χωρίς να υστερούν σε φωνή και οι γυναίκες της γειτονιάς, η Κουκούλα Καπρίνη, γυναίκα του Βασίλη, γνωστή περισσότερο ως Βρασίδαινα και η Γκλούμπου Τσιτσιούλα (Αναστασία). Στο Φανό συμμετείχαν και τα πολλά παιδιά του Βρασίδα (Στέργιος, Νίκος , Γιώργος, Τάκης και Χρυσάνθη Καπρίνη μαζί με τα παιδιά του Μήκα  και της Αλεξάνδρας Γκλούμπου (Γιάννης, Νίκος, Γιώργος, Στέργιος, Σάκης, Αναστασία και Ελένη. Συμμετείχαν ακόμα και τα πρώτα ξαδέλφια αυτών (Νίκος, Γιώργος, Πάνος, Ευθυμούλα, Ευτυχία, Ελενίτσα και Στεργιανούλα Γκλούμπου) με τους γονείς τους Τσιτσιούλα και Γιώργο Γκλούμπο και ο Θανάσης Γκλούμπος με τη γυναικα του Μαριγούλα και τα τα τρια παιδιά τους(Νίκο, Αναστασία και Αλεξάνδρα), ο Πάμπας Τάκης, ο Γιάννης Λάτσκος με τα 6 παιδιά του και η αδελφή του Κατίνα, οι αδελφοί Βέλιου Τακης και Γιώργος, τα δυο πρωταξαδέλφια Στέφος και Στέφανος Μούκας και ο Βασίλης και Στέργιος Μούκας, η Κατερνούλα Τζαβέλα με τους δυο γιούς της Πάνο και Στέφανο Τζαβέλα, ο Ρούσης και ο Παναγιώτης Βασιλείου (τ’ς Μαλαματής), ο Κουτλιάς Βασίλης, ο Λίγκας Στέργιος και οι αδελφές του Ποπούλα (Δέσποινα) και Κούλα, η Περιστέρα και η Στεργιανούλα Λιόντα-Λίγκα, η Χρυσή τ’ Τζήμκα,  ο Μενέλαος και ο Γιαννάκος Βλιαγκόφτης και η αδελφή τους Τασούλα, ο Γιάννης Τσικριτζής και ο αδελφός του Νικολάκης, ενώ ο Λάζος Τσικριτζής του Νικολάου μάζευε δεκάρες με το τσινί για δαδί, και φυλλουρίδια , που του τάφερνε από το Υπόγειο του Ταρτάρα ο θείος του Γιάννης, όταν γλεντούσε με την παρέα του, για να κάνουν φούντες.

(Πληροφορίες Λάζος Τσικριτζής του Νικολάου,  Στέφανος Τζαβέλλας, Ποπούλα (Δέσποινα) Κρανιώτη-Λίγκα και Κούλα Μπουντιούκου –Λίγκα).

Ο Φανός στου Γκατζογιάννη

Ο Φανός αυτός γίνονταν στο σταυροδρόμι, μπροστά από το σπίτι του Ι. Γκατζογιάννη, στο Εργατικό Κέντρο. Ήταν ένας μικρός σχετικά φανός που κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘40.  Γίνονταν κάθε χρόνο από τα κορίτσια της γειτονιάς, που εκείνη την εποχή ήταν πολλά και ήταν σαν μια οικογένεια όλες μαζί. Κορυφαίες τραγουδίστριες ήταν η Αλεξάνδρα της Τζιάτζινας, που ήταν χήρα  και η κυρά Φώτω τ’ Μαλάκη. Η κυρά Φώτω μάζευε χρήματα από όλες τις οικογένειες και κάθε Πέμπτη έφτιαχναν λειτουργία στα διάφορα ξωκκλήσια. Στο Φανό τραγουδούσαν τα κορίτσια της γειτονιάς τραγούδια της αγάπης «Αγαπώ ένα χελιδόνι, Μηλίτσα μ’ που είσαι στο γκρεμό) κ. α. και τις συνόδευαν με τις κιθάρες τους οι Ιουστίνη Γκατζογιάννη και η Φανούλα Γκοτζιαμάνη με την αδελφή της Χιονία.  Συμμετείχαν επίσης οι αδελφές Γκατζογιάννη (Ιουστίνη, Ισμήνη, Αιγλη και Λαμπρίτσα και Ζολί, ), η Καράτζια Καίτη, οι Τζιάτζινες (Αλεξάνδρα, Κική, Κατίνα και Αναστασία), οι αδελφές Θεανώ και Χιονάτα Μαλάκη και η πρώτη ξαδέλφη αυτών Θεανώ Μαλάκη, η Μαλούση Αλεξάνδρα, οι αδελφές Καρακάση (Αθηνά, Κικίτσα και Ματίνα). Ο μόνος άντρας που κάθονταν στο Φανό και χόρευε με τα κορίτσια ήταν ο Καρακάσης Τάκης, ο επονομαζόμενος Παχώμης, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, ενώ ο αδέλφός του Νικολάκης κάθε χρόνο έβγαινε στο Φανό και έλεγε το ίδιο τραγούδι. Άλλοι άνδρες δεν έβγαιναν.  Μέσα στον Εμφύλιο, όμως πολλές φορές έρχονταν και φαντάροι από το Φρουραρχείο, που στέγαζονταν στις γειτονικές αποθήκες του Καραγκούνη και πιάνονταν στο χορό μαζί με τα κορίτσια, οι οποίες γνώριζαν ορισμένους από αυτούς με το μικρό τους όνομα. Στη μέση του Φανού θυμάται η κυρία Ζολί ότι ο πατέρας της Γιάννης φώναζε τις κόρες του να κάνουν τη χάσκα. Αυτές άφηναν το χορό, έκαναν τη χάσκα και ξαναέβγαιναν έξω.

(Πληροφορίες Ζολί Κυρατσού-Γκατζογιάννη).

Φανή Φτάκα Τσικριτζή

ΥΣ  Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους πληροφορητές για όσα μου εμπιστεύτηκαν γυρίζοντας πίσω στην παιδική ή πρώτη νεαρή τους ηλικία. Ευχαριστώ επίσης την κ. Μιμή Παπαδέλη, τη Νικολέττα Σκαρκαλά, την Κική Αγραφιώτη  και τον κ. Νέστορα Δαραβάζο για το φωτογραφικό υλικό που μου έστειλαν.

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: