Εκκλησία και πόλεμος – Του Απόστολου Παπαδημητρίου

By on 15/02/2021

Πανηγυρίζουμε εφέτος την διακοσιοστή επέτειο από την έναρξη του αγώνα των προγόνων μας  για την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας  και την απόκτηση της πολυπόθητης εθνικής ελευθερίας. Δυστυχώς δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να γιορτάσουμε τη θαυμαστή όντως αυτή επέτειο με τον πρέποντα τρόπο. Δεν είναι μόνο οι εξωτερικές δυσμενείς συγκυρίες, που εμποδίζουν τις συνάξεις, είναι και το πνεύμα ηττοπάθειας και συμβιβασμού, από το οποίο έχουμε κυριευθεί. Αυτό δεν μας επιτρέπει να κοιτάξουμε κατάματα εκείνους που θυσιάστηκαν, για να είμαστε εμείς ελεύθεροι να ειρωνευόμαστε, να χλευάζουμε και να απαξιώνουμε πλήρως εκείνα, που εμφύσησαν σ’  αυτούς το πνεύμα αυταπάρνησης και θυσίας. Οι οπαδοί του ιδεολογικού και πρακτικού υλισμού, που έχει σαρώσει τη νεοελληνική κοινωνία, επιχειρούν πλέον όχι την ιστορική λήθη, αλλά κάτι πολύ χειρότερο, τη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, ώστε μέσω στρεβλής ερμηνείας της ιστορίας να επιβεβαιωθεί το υλιστικό κοσμοείδωλο.

Κύριος στόχος των υλιστών ιστορικών αναλυτών, μαρξιστών και αστών, παραμένει η Εκκλησία. Παράλληλα βάλλεται και το έθνος στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού ή της νέας τάξης πραγμάτων (παγκοσμιοποίησης). Οι υλιστές ως  Εκκλησία εννοούν τον κλήρο αποκόπτοντας από αυτή τον πιστό λαό, με φανερό σκοπό να στρέψουν τον ανερμάτιστο εν πολλοίς Νεοέλληνα κατά του κλήρου. Η ρηχή και επιφανειακή προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου τους οδηγεί στην υποστήριξη της θέσης ότι οι θρησκείες είναι κατασκευάσματα, που σκοπό έχουν να υποτάξουν τους λαούς, μέσω κλίματος φόβου, στους κρατούντες. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει σε κάθε θρησκεία το ιερατείο, το οποίο καρπώνεται από τους κρατούντες για την υπηρεσία του αυτή διάφορα προνόμια. Και δεν γίνεται διάκριση της Εκκλησίας του Χριστού από οποιαδήποτε θρησκεία. Για την επιβεβαίωση της υλιστικής ιδεοληψίας επιτρέπεται η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας! Έτσι προβάλλεται η Εκκλησία (ο κλήρος δηλαδή και ιδίως οι επίσκοποι) ως συνεργάτης του κατακτητή κατά την περίοδο της δουλείας. Από εμπαθή μάλιστα εχθρό της Εκκλησίας έχει γραφή ότι ποτέ, κατά τη διάρκεια της δουλείας, δεν πέρασε από το νου εκκλησιαστικού προσώπου σκέψη για την αποτίναξη του ζυγού. Και αυτά ασφαλώς θα δίδασκε στους μαθητές του, ως πανεπιστημιακός, προκειμένου να μορφωθεί νέο σώμα γενιτσάρων.

Κατ’  αρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι πλείστοι όσοι πολέμιοι της Εκκλησίας αισθάνονται άφατη ικανοποίηση προβάλλοντας τις αδυναμίες των μελών της Εκκλησίας, λαϊκών και, κυρίως, κληρικών. Αποφεύγουν κατά κανόνα να ασκήσουν κριτική στη διδασκαλία του Χριστού, καθώς δεν έχουν το σθένος να την αντικρούσουν. Μεταξύ των 12 στενών μαθητών του Χριστού, ένας τον πρόδωσε. Προδότες της πίστης εμφανίστηκαν πολλοί στο διάβα των αιώνων. Η προδοσία αυτών έδωσε ακραία την ικανοποίηση στους υλιστές να χλευάσουν τον Χριστό, ως σπορέα ουτοπίας, και την Εκκλησία. Παράλληλα απαξιώνουν στο έπακρο την καρτερία εκατομμυρίων μαρτύρων της πίστης κατά τους τρείς πρώτους μετά Χριστόν αιώνες. Και επαναλαμβάνουν το ίδιο με τους νεομάρτυρες της τουρκοκρατίας, με τη θυσία των οποίων δεν ασχολούνται διόλου! Και είναι εύκολα εξηγήσιμο αυτό. Για τους υλιστές μοναδικό κίνητρο των ανθρωπίνων ενεργειών ή παραλείψεων είναι το οικονομικό! Πώς να εξηγήσουν με το ιδεοληπτικό αυτό κριτήριο την καρτερία στα βασανιστήρια και τη  θυσία του βίου;

Ο Χριστός είναι ο άρχων της ειρήνης, συνεπώς η διδασκαλία του είναι καταγγελτική του πολέμου, ως εκδήλωσης ακραίων παθών, φιλαρχίας και φιλαργυρίας. Βέβαια σε λόγο του ανέφερε ότι ήλθε να βάλει φωτιά στον κόσμο. Η αντιπαράθεση όμως είχε θύματα μόνο μεταξύ εκείνων που αποδέχθηκαν τη διδασκαλία του και προσπάθησαν να την εφαρμόσουν στον βίο τους. Γι’  αυτό και η πλήρης απαξίωση των μαρτύρων της πίστης από τους υλιστές. Πίσω από τους μάρτυρες στοιχήθηκαν κατά την τουρκοκρατία οι όσιοι και οι νεομάρτυρες, με κορυφαίο τον και εθναπόστολο άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Αν υπήρχε πολλαπλασιασμός των παραδειγμάτων αυτών, τότε θα βλέπαμε επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο της μεταστροφής των νέων δημίων, όπως είχε συμβεί κατά το τέλος του αρχαίου κόσμου. Όμως, όπως είχε τονίσει ο άγιος Κοσμάς το Γένος μας είχε αγριέψει. Γι’  αυτό και είχε ανάγκη από πνευματική καλλιέργεια. Το πνεύμα είναι άκρως κακοποιημένη λέξη από την υλιστική ιδεολογία. Σχετίζεται με τα γράμματα και τις τέχνες. Οι υλιστές είναι ανήμποροι να εννοήσουν την πνευματική ελευθερία υπό συνθήκες εθνικής ή κοινωνικής δουλείας. Γι’ αυτούς η ελευθερία ολοκληρώνεται με την αποτίναξη των εξωτερικών ζυγών, δουλείας και κοινωνικής αδικίας. Η περί παθών και περί καταπολέμησης αυτών μέσω της άσκησης  διδασκαλία φαίνεται αποκρουστική. Γι’ αυτό, αν και δουλωμένοι στα πάθη αυτοπροβάλλονται ως απελευθερωμένοι. Απελευθερωμένοι από τί; Από τις περί Θεού δεισιδαιμονίες απαντούν με περισσή καύχηση. 

Η Εκκλησία δεν ευλογεί όπλα. Αυτό δεν το συνειδητοποίησαν ούτε τα μέλη της. Έτσι αντί να προβάλλουν τον άγιο Κοσμά, τον με μεγαλύτερη προσφορά από κάθε άλλο πρόσωπο κατά την τουρκοκρατία, επιχειρούν την αντίκρουση των ψευδολόγων υλιστών με την προβολή των κληρικών που έλαβαν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις πριν αλλά και κατά την επανάσταση. Και υπήρξαν πολλοί αυτοί. Η Εκκλησία δεν ευλογεί όπλα, δείχνει όμως κατανόηση στην ανθρώπινη αδυναμία. Ασφαλώς εξισλαμίστηκαν πολλοί λόγω φιλαργυρίας ή κατάρρευσης της αντοχής (ο εξισλαμισμός αφήνει παντελώς αδιάφορους τους υλιστές). Η καρτερία των εμμενόντων στην πατρώα πίστη δοκιμαζόταν. Οι νεομάρτυρες δεν επαρκούσαν για να εντείνουν την καρτερία των δοκιμαζομένων. Έτσι οι εξεγέρσεις φάνταζαν ως λύση. Η Εκκλησία θεωρεί συγγνωστή την αδυναμία αυτή των μελών της και ο κλήρος ευλόγησε κατ’ επανάληψη όπλα αγωνιστών. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις πρωτοστάτησε στους αγώνες. Και εδώ τίθεται το καίριο ερώτημα: Είναι συγγνωστό ο κληρικός να κρατά όπλο με το χέρι που κρατά το άγιο δισκοπότηρο; Και αυτό συνέβη και δεν είναι λίγα τα θύματα κληρικοί που έπεσαν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η Εκκλησία δείχνει κατανόηση και σ’  αυτή την αδυναμία των μελών της. Ο κλήρος της Εκκλησίας χρεώθηκε έναντι του Θεού, για να πιστώσει το Γένος, προκειμένου να διεξαγάγει τον αγώνα για την απόκτηση της εθνικής του ελευθερίας. Το γένος, αγριεμένο από τα πάθη του,  όπως είχε τονίσει ο άγιος Κοσμάς, μη έχοντας πνευματική ελευθερία, δεν αξιοποίησε την εθνική του απελευθέρωση. Υποτάχθηκε στους εγκόσμιους «σωτήρες» του, οι οποίοι ως «προστάτες» του επιδίωξαν με κάθε τρόπο να το κάνουν να λησμονήσει ότι οι πρόγονοί του πολέμησαν για «του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία». Το έστρεψαν αυτοί εναντίον της πατροπαράδοτης πίστης, την οποία πλέον απαξιώνει και χλευάζει. Συμπληρώθηκαν διακόσια έτη από την έναρξη του αγώνα και το τάμα των αγωνιστών προς τον σωτήρα Χριστό παραμένει ανεκπλήρωτο. Και μας βρήκαν μύριες συμφορές. Και εμείς μη έχοντας διάθεση αυτοκριτικής και χωρίς πνευματική καθοδήγηση πορευόμαστε ανερμάτιστοι, υποταγμένοι στις βουλές των ισχυρών, των νέων δημίων μας, χωρίς αγωνιστική διάθεση για υπέρβαση των αδυναμιών μας και υπεράσπιση των δικαίων μας που καταπατούνται βάναυσα. Μας αρκεί να τρεφόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ελεύθεροι. Ελεύθεροι δεσμώτες των παθών και των αδυναμιών μας.

« ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»                        

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: